Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: παραπέμπω
- verwijzen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
παραπέμπω |
παράπεμπα |
παρέπεμψα |
παραπέμπομαι |
παραπεμπόμουν(α) |
παραπέμφθηκα |
||||||||||||||||||||||
παραπέμπεις |
παράπεμπες |
παρέπεμψες |
παραπέμπεσαι |
παραπεμπόσουν(α) |
παραπέμφθηκες |
||||||||||||||||||||||
παραπέμπει |
παράπεμπε |
παρέπεμψε |
παραπέμπεται |
παραπεμπόταν(ε) |
παραπέμφθηκε |
||||||||||||||||||||||
παραπέμπουμε παραπέμπομε |
παραπέμπαμε |
παραπέμψαμε |
παραπεμπόμαστε |
παραπεμπόμαστε |
παραπεμφθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
παραπέμπετε |
παραπέμπατε |
παραπέμψατε |
παραπέμπεστε παραπεμπόσαστε |
παραπεμπόσαστε |
παραπεμφθήκατε |
||||||||||||||||||||||
παραπέμπουν(ε) |
παράπεμπαν παραπέμπαν(ε) |
παρέπεμψαν παραπέμψαν(ε) |
παραπέμπονται |
παραπέμπονταν |
παραπέμφθηκαν παραπεμφθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
παραπέμπω |
παραπέμψω |
παραπέμπομαι |
παραπεμφθώ |
||||||||||||||||||||||||
παραπέμπεις |
παραπέμψεις |
παραπέμπεσαι |
παραπεμφθείς |
||||||||||||||||||||||||
παραπέμπει |
παραπέμψει |
παραπέμπεται |
παραπεμφθεί |
||||||||||||||||||||||||
παραπέμπουμε παραπέμπομε |
παραπέμψουμε παραπέμψομε |
παραπεμπόμαστε |
παραπεμφθούμε |
||||||||||||||||||||||||
παραπέμπετε |
παραπέμψετε |
παραπέμπεστε παραπεμπόσαστε |
παραπεμφθείτε |
||||||||||||||||||||||||
παραπέμπουν(ε) |
παραπέμψουν(ε) |
παραπέμπονται |
παραπεμφθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
παράπεμπε |
παράπεμπε |
παραπέμψου |
|||||||||||||||||||||||||
παραπέμπετε |
παραπέμψτε παραπέμψετε |
παραπέμπεστε |
παραπεμφθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα παραπέμψει |
volt.verleden tijd | was |
είχα παραπεμφθεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα παραπέμπω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα παραπέμπομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα παραπέμψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα παραπεμφθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα παράπεμπα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα παραπεμπόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω παραπέμψει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω παραπεμφθεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα παραπέμψει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα παραπεμφθεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright