Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: παριστάνω
- uitbeelden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
παρασταίνω |
παρίστανα παρέστανα |
παρίστησα παρέστησα |
παριστάνομαι |
παριστανόμουν(α) |
παραστάθηκα |
||||||||||||||||||||||
παριστάνεις παρασταίνεις |
παρίστανες παρέστανες |
παρίστησες παρέστησες |
παριστάνεσαι |
παριστανόσουν(α) |
παραστάθηκες |
||||||||||||||||||||||
παριστάνει παρασταίνει παριστά |
παρίστανε παρέστανε |
παρίστησε παρέστησε |
παριστάνεται |
παριστανόταν(ε) |
παραστάθηκε |
||||||||||||||||||||||
παριστάνουμε παρασταίνουμε παριστάνομε παρασταίνομε |
παριστάναμε |
παραστήσαμε |
παριστανόμαστε |
παριστανόμαστε |
παρασταθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
παριστάνετε |
παριστάνατε |
παραστήσατε |
παριστάνεστε |
παριστανόσαστε |
παρασταθήκατε |
||||||||||||||||||||||
παριστάνουν(ε) |
παρίσταναν παρέσταναν παριστάναν(ε) |
παρίστησαν παρέστησαν παραστήσαν(ε) |
παριστάνονται |
παριστάνονταν |
παραστάθηκαν παρασταθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
παρασταίνω |
παραστήσω |
παριστάνομαι |
παρασταθώ |
||||||||||||||||||||||||
παριστάνεις παρασταίνεις |
παραστήσεις |
παριστάνεσαι |
παρασταθείς |
||||||||||||||||||||||||
παριστάνει παρασταίνει παριστά |
παραστήσει |
παριστάνεται |
παρασταθεί |
||||||||||||||||||||||||
παριστάνουμε παρασταίνουμε παριστάνομε παρασταίνομε |
παραστήσουμε παραστήσομε |
παριστανόμαστε |
παρασταθούμε |
||||||||||||||||||||||||
παριστάνετε |
παραστήσετε |
παριστάνεστε |
παρασταθείτε |
||||||||||||||||||||||||
παριστάνουν(ε) |
παραστήσουν(ε) |
παριστάνονται |
παρασταθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
παρίστανε |
παράστησε παράστησε |
παριστάσου |
|||||||||||||||||||||||||
παριστάνετε παρασταίνετε |
παραστήστε |
παριστάνεστε |
παρασταθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα παραστήσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα παρασταθεί ήμουν παριστημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα παρασταίνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα παριστάνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα παραστήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα παρασταθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα παρίστανα θα παρέστανα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα παριστανόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω παραστήσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω παρασταθεί θα είμαι παριστημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα παραστήσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα παρασταθεί θα ήμουν παριστημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright