Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: πείθω
- overtuigen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
πείθω |
έπειθα |
έπεισα |
πείθομαι |
πειθόμουν(α) |
πείστηκα |
||||||||||||||||||||||
πείθεις |
έπειθες |
έπεισες |
πείθεσαι |
πειθόσουν(α) |
πείστηκες |
||||||||||||||||||||||
πείθει |
έπειθε |
έπεισε |
πείθεται |
πειθόταν(ε) |
πείστηκε |
||||||||||||||||||||||
πείθουμε πείθομε |
πείθαμε |
πείσαμε |
πειθόμαστε |
πειθόμαστε πειθόμασταν |
πειστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
πείθετε |
πείθατε |
πείσατε |
πείθεστε πειθόσαστε |
πειθόσαστε πειθόσασταν |
πειστήκατε |
||||||||||||||||||||||
πείθουν(ε) |
έπειθαν πείθαν(ε) |
έπεισαν πείσαν(ε) |
πείθονται |
πειθόντουσαν πείθονταν πειθόντανε |
πείστηκαν πειστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πείθω |
πείσω |
πείθομαι |
πειστώ |
||||||||||||||||||||||||
πείθεις |
πείσεις |
πείθεσαι |
πειστείς |
||||||||||||||||||||||||
πείθει |
πείσει |
πείθεται |
πειστεί |
||||||||||||||||||||||||
πείθουμε πείθομε |
πείσουμε πείσομε |
πειθόμαστε |
πειστούμε |
||||||||||||||||||||||||
πείθετε |
πείσετε |
πείθεστε πειθόσαστε |
πειστείτε |
||||||||||||||||||||||||
πείθουν(ε) |
πείσουν(ε) |
πείθονται |
πειστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πείθε |
πείσε |
πείσου |
|||||||||||||||||||||||||
πείθετε |
πείστε |
πείθεστε |
πειστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα πείσει είχα πεισμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα πειστεί ήμουν πεισμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα πείθω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα πείθομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα πείσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα πειστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έπειθα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα πειθόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω πείσει θα έχω πεισμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω πειστεί θα είμαι πεισμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα πείσει θα είχα πεισμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα πειστεί θα ήμουν πεισμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright