Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: περιβάλλω
- omgeven
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
περιβάλλω |
περίβαλλα |
περιέβαλα |
περιβάλλομαι |
περιβαλλόμουν(α) |
περιβλήθηκα |
||||||||||||||||||||||
περιβάλλεις |
περίβαλλες |
περιέβαλες |
περιβάλλεσαι |
περιβαλλόσουν(α) |
περιβλήθηκες |
||||||||||||||||||||||
περιβάλλει |
περίβαλλε |
περιέβαλε |
περιβάλλεται |
περιβαλλόταν(ε) |
περιβλήθηκε |
||||||||||||||||||||||
περιβάλλουμε περιβάλλομε |
περιβάλλαμε |
περιβάλαμε |
περιβαλλόμαστε |
περιβαλλόμαστε |
περιβληθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
περιβάλλετε |
περιβάλλατε |
περιβάλατε |
περιβάλλεστε περιβαλλόσαστε |
περιβαλλόσαστε |
περιβληθήκατε |
||||||||||||||||||||||
περιβάλλουν(ε) |
περίβαλλαν περιβάλλαν(ε) |
περιέβαλαν περιβάλαν(ε) |
περιβάλλονται |
περιβάλλονταν |
περιβλήθηκαν περιβληθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
περιβάλλω |
περιβάλω |
περιβάλλομαι |
περιβληθώ |
||||||||||||||||||||||||
περιβάλλεις |
περιβάλεις |
περιβάλλεσαι |
περιβληθείς |
||||||||||||||||||||||||
περιβάλλει |
περιβάλει |
περιβάλλεται |
περιβληθεί |
||||||||||||||||||||||||
περιβάλλουμε περιβάλλομε |
περιβάλουμε περιβάλομε |
περιβαλλόμαστε |
περιβληθούμε |
||||||||||||||||||||||||
περιβάλλετε |
περιβάλετε |
περιβάλλεστε περιβαλλόσαστε |
περιβληθείτε |
||||||||||||||||||||||||
περιβάλλουν(ε) |
περιβάλουν(ε) |
περιβάλλονται |
περιβληθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
περίβαλλε |
περίβαλε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
περιβάλλετε |
περιβάλετε |
περιβάλλεστε |
περιβληθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα περιβάλει |
volt.verleden tijd | was |
είχα περιβληθεί ήμουν περιβεβλημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα περιβάλλω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα περιβάλλομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα περιβάλω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα περιβληθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα περίβαλλα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα περιβαλλόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω περιβάλει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω περιβληθεί θα είμαι περιβεβλημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα περιβάλει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα περιβληθεί θα ήμουν περιβεβλημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright