Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: περιθάλπω
- verplegen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
περιθάλπω |
περίθαλπα |
περίθαλψα |
περιθάλπομαι |
περιθαλπόμουν(α) |
- |
||||||||||||||||||||||
περιθάλπεις |
περίθαλπες |
περίθαλψες |
περιθάλπεσαι |
περιθαλπόσουν(α) |
|||||||||||||||||||||||
περιθάλπει |
περίθαλπε |
περίθαλψε |
περιθάλπεται |
περιθαλπόταν(ε) |
|||||||||||||||||||||||
περιθάλπουμε περιθάλπομε |
περιθάλπαμε |
περιθάλψαμε |
περιθαλπόμαστε |
περιθαλπόμαστε |
|||||||||||||||||||||||
περιθάλπετε |
περιθάλπατε |
περιθάλψατε |
περιθάλπεστε περιθαλπόσαστε |
περιθαλπόσαστε |
|||||||||||||||||||||||
περιθάλπουν(ε) |
περίθαλπαν περιθάλπαν(ε) |
περίθαλψαν περιθάλψαν(ε) |
περιθάλπονται |
περιθάλπονταν |
|||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
περιθάλπω |
περιθάλψω |
περιθάλπομαι |
|||||||||||||||||||||||||
περιθάλπεις |
περιθάλψεις |
περιθάλπεσαι |
|||||||||||||||||||||||||
περιθάλπει |
περιθάλψει |
περιθάλπεται |
|||||||||||||||||||||||||
περιθάλπουμε περιθάλπομε |
περιθάλψουμε περιθάλψομε |
περιθαλπόμαστε |
|||||||||||||||||||||||||
περιθάλπετε |
περιθάλψετε |
περιθάλπεστε περιθαλπόσαστε |
|||||||||||||||||||||||||
περιθάλπουν(ε) |
περιθάλψουν(ε) |
περιθάλπονται |
|||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
περίθαλπε |
περίθαλψε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
περιθάλπετε |
περιθάλψτε περιθάλψετε |
- |
- |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα περιθάλψει |
volt.verleden tijd | was | ||
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
- |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
- |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα περιθάλψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
- |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα περίθαλπα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα περιθαλπόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω περιθάλψει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn | ||
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα περιθάλψει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright