Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: πλέκω
- breien
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
πλέκω |
έπλεκα |
έπλεξα |
πλέκομαι |
πλεκόμουν(α) |
πλέχτηκα |
||||||||||||||||||||||
πλέκεις |
έπλεκες |
έπλεξες |
πλέκεσαι |
πλεκόσουν(α) |
πλέχτηκες |
||||||||||||||||||||||
πλέκει |
έπλεκε |
έπλεξε |
πλέκεται |
πλεκόταν(ε) |
πλέχτηκε |
||||||||||||||||||||||
πλέκουμε πλέκομε |
πλέκαμε |
πλέξαμε |
πλεκόμαστε |
πλεκόμαστε πλεκόμασταν |
πλεχτήκαμε |
||||||||||||||||||||||
πλέκετε |
πλέκατε |
πλέξατε |
πλέκεστε πλεκόσαστε |
πλεκόσαστε πλεκόσασταν |
πλεχτήκατε |
||||||||||||||||||||||
πλέκουν(ε) |
έπλεκαν πλέκαν(ε) |
έπλεξαν πλέξαν(ε) |
πλέκονται |
πλεκόντουσαν πλέκονταν πλεκόντανε |
πλέχτηκαν πλεχτήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πλέκω |
πλέξω |
πλέκομαι |
πλεχτώ |
||||||||||||||||||||||||
πλέκεις |
πλέξεις |
πλέκεσαι |
πλεχτείς |
||||||||||||||||||||||||
πλέκει |
πλέξει |
πλέκεται |
πλεχτεί |
||||||||||||||||||||||||
πλέκουμε πλέκομε |
πλέξουμε πλέξομε |
πλεκόμαστε |
πλεχτούμε |
||||||||||||||||||||||||
πλέκετε |
πλέξετε |
πλέκεστε πλεκόσαστε |
πλεχτείτε |
||||||||||||||||||||||||
πλέκουν(ε) |
πλέξουν(ε) |
πλέκονται |
πλεχτούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πλέκε |
πλέξε |
πλέξου |
|||||||||||||||||||||||||
πλέκετε |
πλέξτε πλέχτε |
πλέκεστε |
πλεχτείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα πλέξει είχα πλεγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα πλεχτεί ήμουν πλεγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα πλέκω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα πλέκομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα πλέξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα πλεχτώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έπλεκα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα πλεκόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω πλέξει θα έχω πλεγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω πλεχτεί θα είμαι πλεγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα πλέξει θα είχα πλεγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα πλεχτεί θα ήμουν πλεγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright