Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: πλήττω
- nl
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
πλήττω |
έπληττα |
έπληξα |
πλήττομαι |
- |
πλήγηκα επλήγην |
||||||||||||||||||||||
πλήττεις |
έπληττες |
έπληξες |
πλήττεσαι |
- |
πλήγηκες επλήγης |
||||||||||||||||||||||
πλήττει |
έπληττε |
έπληξε |
πλήττεται |
επλήττετο |
πλήγηκε επλήγη |
||||||||||||||||||||||
πλήττουμε πλήττομε |
πλήτταμε |
πλήξαμε |
πληττόμαστε |
- |
πληγήκαμε επλήγημεν |
||||||||||||||||||||||
πλήττετε |
πλήττατε |
πλήξατε |
πλήττεστε πληττόσαστε |
- |
πληγήκατε επλήγητε |
||||||||||||||||||||||
πλήττουν(ε) |
έπλητταν πλήτταν(ε) |
έπληξαν πλήξαν(ε) |
πλήττονται |
πλήττονταν επλήττοντο |
πλήγηκαν επλήγησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πλήττω |
πλήξω |
πλήττομαι |
πληγώ |
||||||||||||||||||||||||
πλήττεις |
πλήξεις |
πλήττεσαι |
πληγείς |
||||||||||||||||||||||||
πλήττει |
πλήξει |
πλήττεται |
πληγεί |
||||||||||||||||||||||||
πλήττουμε πλήττομε |
πλήξουμε πλήξομε |
πληττόμαστε |
πληγούμε |
||||||||||||||||||||||||
πλήττετε |
πλήξετε |
πλήττεστε πληττόσαστε |
πληγείτε |
||||||||||||||||||||||||
πλήττουν(ε) |
πλήξουν(ε) |
πλήττονται |
πληγούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πλήττε |
πλήξε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
πλήττετε |
πλήξτε πλήξετε |
πλήττεστε |
πληγείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα πλήξει είχα πληττομένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα πληγεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα πλήττω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα πλήττομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα πλήξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα πληγώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έπληττα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω πλήξει θα έχω πληττομένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω πληγεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα πλήξει θα είχα πληττομένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα πληγεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright