Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: πλανώ
- misleiden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
πλανώ |
πλανούσα |
πλάνησα |
πλανιέμαι περιπλανώμαι |
πλανιόμουν(α) |
πλανήθηκα |
||||||||||||||||||||||
πλανάς |
πλανούσες |
πλάνησες |
πλανιέσαι πλανάσαι |
πλανιόσουν(α) |
πλανήθηκες |
||||||||||||||||||||||
πλανά |
πλανούσε |
πλάνησε |
πλανιέται πλανάται |
πλανιόταν(ε) |
πλανήθηκε |
||||||||||||||||||||||
πλανούμε |
πλανούσαμε |
πλανήσαμε |
πλανιόμαστε πλανόμαστε πλανώμεθα |
πλανιόμαστε πλανιόμασταν |
πλανηθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
πλανάτε |
πλανούσατε |
πλανήσατε |
πλανιέστε πλανιόσαστε πλανάστε πλανάσθε |
πλανιόσαστε πλανιόσασταν |
πλανηθήκατε |
||||||||||||||||||||||
πλανούν(ε) |
πλανούσαν(ε) |
πλάνησαν πλανήσαν(ε) |
πλανιόνται πλανιούνται πλανώνται |
πλανιόντουσαν πλανιόνταν(ε) πλανιούνταν |
πλανήθηκαν πλανηθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πλανώ |
πλανήσω |
πλανιέμαι περιπλανώμαι |
πλανηθώ |
||||||||||||||||||||||||
πλανάς |
πλανήσεις |
πλανιέσαι πλανάσαι |
πλανηθείς |
||||||||||||||||||||||||
πλανά |
πλανήσει |
πλανιέται πλανάται |
πλανηθεί |
||||||||||||||||||||||||
πλανούμε |
πλανήσουμε πλανήσομε |
πλανιόμαστε πλανόμαστε πλανώμεθα |
πλανηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
πλανάτε |
πλανήσετε |
πλανιέστε πλανιόσαστε πλανάστε πλανάσθε |
πλανηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
πλανούν(ε) |
πλανήσουν(ε) |
πλανιόνται πλανιούνται πλανώνται |
πλανηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πλάνα |
πλάνησε |
πλανήσου |
|||||||||||||||||||||||||
πλανάτε |
πλανήστε πλανήσετε |
πλανιέστε πλανάστε πλανάσθε |
πλανηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα πλανήσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα πλανηθεί ήμουν πλανημένος ήμουν πλανεμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα πλανώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα πλανιέμαι θα περιπλανώμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα πλανήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα πλανηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα πλανούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα πλανιόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω πλανήσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω πλανηθεί θα είμαι πλανημένος θα είμαι πλανεμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα πλανήσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα πλανηθεί θα ήμουν πλανημένος θα ήμουν πλανεμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright