Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: πληρώνω
- betalen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
πληρώνω |
πλήρωνα |
πλήρωσα |
πληρώνομαι |
πληρωνόμουν(α) |
πληρώθηκα |
||||||||||||||||||||||
πληρώνεις |
πλήρωνες |
πλήρωσες |
πληρώνεσαι |
πληρωνόσουν(α) |
πληρώθηκες |
||||||||||||||||||||||
πληρώνει |
πλήρωνε |
πλήρωσε |
πληρώνεται |
πληρωνόταν(ε) |
πληρώθηκε |
||||||||||||||||||||||
πληρώνουμε πληρώνομε |
πληρώναμε |
πληρώσαμε |
πληρωνόμαστε |
πληρωνόμαστε πληρωνόμασταν |
πληρωθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
πληρώνετε |
πληρώνατε |
πληρώσατε |
πληρώνεστε πληρωνόσαστε |
πληρωνόσαστε πληρωνόσασταν |
πληρωθήκατε |
||||||||||||||||||||||
πληρώνουν(ε) |
πλήρωναν πληρώναν(ε) |
πλήρωσαν πληρώσαν(ε) |
πληρώνονται |
πληρωνόντουσαν πληρώνονταν πληρωνόντανε |
πληρώθηκαν πληρωθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πληρώνω |
πληρώσω |
πληρώνομαι |
πληρωθώ |
||||||||||||||||||||||||
πληρώνεις |
πληρώσεις |
πληρώνεσαι |
πληρωθείς |
||||||||||||||||||||||||
πληρώνει |
πληρώσει |
πληρώνεται |
πληρωθεί |
||||||||||||||||||||||||
πληρώνουμε πληρώνομε |
πληρώσουμε πληρώσομε |
πληρωνόμαστε |
πληρωθούμε |
||||||||||||||||||||||||
πληρώνετε |
πληρώσετε |
πληρώνεστε πληρωνόσαστε |
πληρωθείτε |
||||||||||||||||||||||||
πληρώνουν(ε) |
πληρώσουν(ε) |
πληρώνονται |
πληρωθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πλήρωνε |
πλήρωνε |
πληρώσου |
|||||||||||||||||||||||||
πληρώνετε |
πληρώστε |
πληρώνεστε |
πληρωθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα πληρώσει είχα πληρωμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα πληρωθεί ήμουν πληρωμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα πληρώνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα πληρώνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα πληρώσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα πληρωθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα πλήρωνα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα πληρωνόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω πληρώσει θα έχω πληρωμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω πληρωθεί θα είμαι πληρωμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα πληρώσει θα είχα πληρωμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα πληρωθεί θα ήμουν πληρωμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright