Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: πρήζω
- zwellen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
πρήζω |
έπρηζα |
έπρηξα |
πρήζομαι |
πρηζόμουν(α) |
πρήστηκα |
||||||||||||||||||||||
πρήζεις |
έπρηζες |
έπρηξες |
πρήζεσαι |
πρηζόσουν(α) |
πρήστηκες |
||||||||||||||||||||||
πρήζει |
έπρηζε |
έπρηξε |
πρήζεται |
πρηζόταν(ε) |
πρήστηκε |
||||||||||||||||||||||
πρήζουμε πρήζομε |
πρήζαμε |
πρήξαμε |
πρηζόμαστε |
πρηζόμαστε πρηζόμασταν |
πρηστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
πρήζετε |
πρήζατε |
πρήξατε |
πρήζεστε πρηζόσαστε |
πρηζόσαστε πρηζόσασταν |
πρηστήκατε |
||||||||||||||||||||||
πρήζουν(ε) |
έπρηζαν πρήζαν(ε) |
έπρηξαν πρήξαν(ε) |
πρήζονται |
πρηζόντουσαν πρήζονταν πρηζόντανε |
πρήστηκαν πρηστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πρήζω |
πρήξω |
πρήζομαι |
πρηστώ |
||||||||||||||||||||||||
πρήζεις |
πρήξεις |
πρήζεσαι |
πρηστείς |
||||||||||||||||||||||||
πρήζει |
πρήξει |
πρήζεται |
πρηστεί |
||||||||||||||||||||||||
πρήζουμε πρήζομε |
πρήξουμε πρήξομε |
πρηζόμαστε |
πρηστούμε |
||||||||||||||||||||||||
πρήζετε |
πρήξετε |
πρήζεστε πρηζόσαστε |
πρηστείτε |
||||||||||||||||||||||||
πρήζουν(ε) |
πρήξουν(ε) |
πρήζονται |
πρηστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πρήζε |
πρήξε |
πρήσου |
|||||||||||||||||||||||||
πρήζετε |
πρήξτε - |
πρήζεστε |
πρηστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα πρήξει είχα πρησμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα πρηστεί ήμουν πρησμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα πρήζω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα πρήζομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα πρήξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα πρηστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έπρηζα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα πρηζόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω πρήξει θα έχω πρησμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω πρηστεί θα είμαι πρησμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα πρήξει θα είχα πρησμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα πρηστεί θα ήμουν πρησμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright