Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: προβλέπω
- voorspellen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
προβλέπω |
πρόβλεπα προέβλεπα |
πρόβλεψα προέβλεψα προείδα |
προβλέπομαι |
προβλεπόμουν(α) |
προβλέφτηκα προβλέφθηκα |
||||||||||||||||||||||
προβλέπεις |
πρόβλεπες προέβλεπες |
πρόβλεψες προέβλεψες προείδες |
προβλέπεσαι |
προβλεπόσουν(α) |
προβλέφτηκες προβλέφθηκες |
||||||||||||||||||||||
προβλέπει |
πρόβλεπε προέβλεπε |
πρόβλεψε προέβλεψε προείδε |
προβλέπεται |
προβλεπόταν(ε) |
προβλέφτηκε προβλέφθηκε |
||||||||||||||||||||||
προβλέπουμε προβλέπομε |
προβλέπαμε |
προβλέψαμε προείδαμε |
προβλεπόμαστε |
προβλεπόμαστε |
προβλεφτήκαμε προβλεφθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
προβλέπετε |
προβλέπατε |
προβλέψατε προείδατε |
προβλέπεστε προβλεπόσαστε |
προβλεπόσαστε |
προβλεφτήκατε προβλεφθήκατε |
||||||||||||||||||||||
προβλέπουν(ε) |
πρόβλεπαν προέβλεπαν προβλέπαν(ε) |
πρόβλεψαν προείδαν προβλέψαν(ε) προείδαν(ε) |
προβλέπονται |
προβλέπονταν |
προβλέφτηκαν προβλέφθηκαν προβλεφτήκαν(ε) προβλεφθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
προβλέπω |
προβλέψω |
προβλέπομαι |
προβλεφτώ προβλεφθώ |
||||||||||||||||||||||||
προβλέπεις |
προβλέψεις |
προβλέπεσαι |
προβλεφτείς προβλεφθείς |
||||||||||||||||||||||||
προβλέπει |
προβλέψει |
προβλέπεται |
προβλεφτεί προβλεφθεί |
||||||||||||||||||||||||
προβλέπουμε προβλέπομε |
προβλέψουμε προβλέψομε |
προβλεπόμαστε |
προβλεφτούμε προβλεφθούμε |
||||||||||||||||||||||||
προβλέπετε |
προβλέψετε |
προβλέπεστε προβλεπόσαστε |
προβλεφτείτε προβλεφθείτε |
||||||||||||||||||||||||
προβλέπουν(ε) |
προβλέψουν(ε) |
προβλέπονται |
προβλεφτούν(ε) προβλεφθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πρόβλεπε |
πρόβλεψε - |
προβλέψου |
|||||||||||||||||||||||||
προβλέπετε |
- προβλέψετε - |
προβλέπεστε |
προβλεφτείτε προβλεφθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα προβλέψει |
volt.verleden tijd | was |
είχα προβλεφτεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα προβλέπω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα προβλέπομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα προβλέψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα προβλεφτώ θα προβλεφθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα πρόβλεπα θα προέβλεπα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα προβλεπόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω προβλέψει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω προβλεφτεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα προβλέψει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα προβλεφτεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright