Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: προσελκύω
- aantrekken
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
προσελκύω |
προσέλκυα |
προσέλκυσα προσείλκυσα |
προσελκύομαι |
προσελκυόμουν(α) |
προσελκύστηκα |
||||||||||||||||||||||
προσελκύεις |
προσέλκυες |
προσέλκυσες προσείλκυσες |
προσελκύεσαι |
προσελκυόσουν(α) |
προσελκύστηκες |
||||||||||||||||||||||
προσελκύει |
προσέλκυε |
προσέλκυσε προσείλκυσε |
προσελκύεται |
προσελκυόταν(ε) |
προσελκύστηκε |
||||||||||||||||||||||
προσελκύουμε προσελκύομε |
προσελκύαμε |
προσελκύσαμε |
προσελκυόμαστε |
προσελκυόμαστε προσελκυόμασταν |
προσελκυστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
προσελκύετε |
προσελκύατε |
προσελκύσατε |
προσελκύεστε προσελκυόσαστε |
προσελκυόσαστε προσελκυόσασταν |
προσελκυστήκατε |
||||||||||||||||||||||
προσελκύουν(ε) |
προσέλκυαν προσελκύαν(ε) |
προσέλκυσαν προσείλκυσαν προσελκύσαν(ε) |
προσελκύονται |
προσελκύονταν |
προσελκύστηκαν προσελκυστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
προσελκύω |
προσελκύσω |
προσελκύομαι |
προσελκυστώ |
||||||||||||||||||||||||
προσελκύεις |
προσελκύσεις |
προσελκύεσαι |
προσελκυστείς |
||||||||||||||||||||||||
προσελκύει |
προσελκύσει |
προσελκύεται |
προσελκυστεί |
||||||||||||||||||||||||
προσελκύουμε προσελκύομε |
προσελκύσουμε προσελκύσομε |
προσελκυόμαστε |
προσελκυστούμε |
||||||||||||||||||||||||
προσελκύετε |
προσελκύσετε |
προσελκύεστε προσελκυόσαστε |
προσελκυστείτε |
||||||||||||||||||||||||
προσελκύουν(ε) |
προσελκύσουν(ε) |
προσελκύονται |
προσελκυστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
προσέλκυε |
προσέλκυσε |
προσελκύσου |
|||||||||||||||||||||||||
προσελκύετε |
προσελκύστε προσελκύσετε |
προσελκύεστε |
προσελκυστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα προσελκύσει είχα προσελκυσμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα προσελκυστεί ήμουν προσελκυσμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα προσελκύω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα προσελκύομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα προσελκύσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα προσελκυστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα προσέλκυα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα προσελκυόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω προσελκύσει θα έχω προσελκυσμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω προσελκυστεί θα είμαι προσελκυσμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα προσελκύσει θα είχα προσελκυσμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα προσελκυστεί θα ήμουν προσελκυσμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright