Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: σειώ
- schudden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
σειώ |
σειούσα |
έσεισα |
σειέμαι |
σειόμουν(α) |
σείστηκα |
||||||||||||||||||||||
σειείς |
σειούσες |
έσεισες |
σειέσαι |
σειόσουν(α) |
σείστηκες |
||||||||||||||||||||||
σειεί |
σειούσε |
έσεισε |
σειέται |
σειόταν(ε) |
σείστηκε |
||||||||||||||||||||||
σειούμε |
σειούσαμε |
σείσαμε |
σειόμαστε |
σειόμαστε σειόμασταν |
σειστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
σειείτε |
σειούσατε |
σείσατε |
σειέστε σειόσαστε |
σειόσαστε σειόσασταν |
σειστήκατε |
||||||||||||||||||||||
σειούν(ε) |
σειούσαν(ε) |
έσεισαν σείσαν(ε) |
σειόνται σειούνται |
σειόντουσαν σειόνταν(ε) σειούνταν |
σείστηκαν σειστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
σειώ |
σείσω |
σειέμαι |
σειστώ |
||||||||||||||||||||||||
σειείς |
σείσεις |
σειέσαι |
σειστείς |
||||||||||||||||||||||||
σειεί |
σείσει |
σειέται |
σειστεί |
||||||||||||||||||||||||
σειούμε |
σείσουμε σείσομε |
σειόμαστε |
σειστούμε |
||||||||||||||||||||||||
σειείτε |
σείσετε |
σειέστε σειόσαστε |
σειστείτε |
||||||||||||||||||||||||
σειούν(ε) |
σείσουν(ε) |
σειόνται σειούνται |
σειστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
σείσε |
σείσου |
|||||||||||||||||||||||||
σειείτε |
σείστε σείσετε |
σειέστε |
σειστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα σείσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα σειστεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα σειώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα σειέμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα σείσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα σειστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα σειούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα σειόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω σείσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω σειστεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα σείσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα σειστεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright