Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: στέλνω
- zenden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
στέλνω |
έστελνα |
έστειλα |
στέλνομαι |
στελνόμουν(α) |
στάλθηκα |
||||||||||||||||||||||
στέλνεις |
έστελνες |
έστειλες |
στέλνεσαι |
στελνόσουν(α) |
στάλθηκες |
||||||||||||||||||||||
στέλνει |
έστελνε |
έστειλε |
στέλνεται |
στελνόταν(ε) |
στάλθηκε εστάλη |
||||||||||||||||||||||
στέλνουμε στέλνομε |
στέλναμε |
στείλαμε |
στελνόμαστε |
στελνόμαστε στελνόμασταν |
σταλθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
στέλνετε |
στέλνατε |
στείλατε |
στέλνεστε στελνόσαστε |
στελνόσαστε στελνόσασταν |
σταλθήκατε |
||||||||||||||||||||||
στέλνουν(ε) |
έστελναν στέλναν(ε) |
έστειλαν στείλαν(ε) |
στέλνονται |
στελνόντουσαν στέλνονταν στελνόντανε |
στάλθηκαν εστάλησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
στέλνω |
στείλω |
στέλνομαι |
σταλθώ σταλώ |
||||||||||||||||||||||||
στέλνεις |
στείλεις |
στέλνεσαι |
σταλθείς σταλείς |
||||||||||||||||||||||||
στέλνει |
στείλει |
στέλνεται |
σταλθεί σταλεί |
||||||||||||||||||||||||
στέλνουμε στέλνομε |
στείλουμε στείλομε |
στελνόμαστε |
σταλθούμε σταλούμε |
||||||||||||||||||||||||
στέλνετε |
στείλετε |
στέλνεστε στελνόσαστε |
σταλθείτε σταλείτε |
||||||||||||||||||||||||
στέλνουν(ε) |
στείλουν(ε) |
στέλνονται |
σταλθούν(ε) σταλούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
στέλνε |
στείλε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
στέλνετε |
στείλτε στείλετε |
στέλνεστε |
σταλθείτε σταλείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα στείλει είχα σταλμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα σταλθεί είχα σταλεί ήμουν σταλμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα στέλνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα στέλνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα στείλω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα σταλθώ θα σταλώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έστελνα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα στελνόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω στείλει θα έχω σταλμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω σταλθεί θα έχω σταλεί θα είμαι σταλμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα στείλει θα είχα σταλμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα σταλθεί θα είχα σταλεί θα ήμουν σταλμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright