Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: στρέφω
- draaien
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
στρέφω |
έστρεφα |
έστρεψα |
στρέφομαι |
στρεφόμουν(α) |
στράφηκα |
||||||||||||||||||||||
στρέφεις |
έστρεφες |
έστρεψες |
στρέφεσαι |
στρεφόσουν(α) |
στράφηκες |
||||||||||||||||||||||
στρέφει |
έστρεφε |
έστρεψε |
στρέφεται |
στρεφόταν(ε) |
στράφηκε |
||||||||||||||||||||||
στρέφουμε στρέφομε |
στρέφαμε |
στρέψαμε |
στρεφόμαστε |
στρεφόμαστε στρεφόμασταν |
στραφήκαμε |
||||||||||||||||||||||
στρέφετε |
στρέφατε |
στρέψατε |
στρέφεστε στρεφόσαστε |
στρεφόσαστε στρεφόσασταν |
στραφήκατε |
||||||||||||||||||||||
στρέφουν(ε) |
έστρεφαν στρέφαν(ε) |
έστρεψαν στρέψαν(ε) |
στρέφονται |
στρεφόντουσαν στρέφονταν στρεφόντανε |
στράφηκαν στραφήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
στρέφω |
στρέψω |
στρέφομαι |
στραφώ |
||||||||||||||||||||||||
στρέφεις |
στρέψεις |
στρέφεσαι |
στραφείς |
||||||||||||||||||||||||
στρέφει |
στρέψει |
στρέφεται |
στραφεί |
||||||||||||||||||||||||
στρέφουμε στρέφομε |
στρέψουμε στρέψομε |
στρεφόμαστε |
στραφούμε |
||||||||||||||||||||||||
στρέφετε |
στρέψετε |
στρέφεστε στρεφόσαστε |
στραφείτε |
||||||||||||||||||||||||
στρέφουν(ε) |
στρέψουν(ε) |
στρέφονται |
στραφούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
στρέφε |
στρέψε |
στρέψου |
|||||||||||||||||||||||||
στρέφετε |
στρέψτε |
στρέφεστε |
στραφείτε στραφείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα στρέψει είχα στραμμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα στραφεί ήμουν στραμμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα στρέφω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα στρέφομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα στρέψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα στραφώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έστρεφα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα στρεφόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω στρέψει θα έχω στραμμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω στραφεί θα είμαι στραμμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα στρέψει θα είχα στραμμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα στραφεί θα ήμουν στραμμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright