Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 Warning: Undefined variable $PassaParAant in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 1152 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: συγχωρώ - vergeven


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
συγχωρώ
συγχωρούσα
συγχώραγα
συγχώρησα
συγχώρεσα
  συγχωριέμαι
συγχωρούμαι
συγχωριόμουν(α)
συγχωρούμουν
συγχωρήθηκα
συγχωρέθηκα
συγχωρείς
συγχωράς
συγχωρούσες
συγχώραγες
συγχωράγες
συγχώρησες
συγχώρεσες
  συγχωριέσαι
συγχωρείσαι
συγχωριόσουν(α)
συγχωρούσουν
συγχωρήθηκες
συγχωρέθηκες
συγχωρεί
συγχωράει
συγχωρά
συγχωρούσε
συγχώραγε
συγχώρησε
συγχώρεσε
  συγχωριέται
συγχωρείται
συγχωριόταν(ε)
-
συγχωρείτο
συνεγχωρείτο
συγχωρήθηκε
συγχωρέθηκε
συγχωρούμε
συγχωράμε
συγχωρούσαμε
συγχωράγαμε
συγχωρήσαμε
συγχωρέσαμε
  συγχωριόμαστε
συγχωρούμαστε
συγχωριόμαστε
συγχωριόμασταν
συγχωρούμαστε
συγχωρούμασταν
συγχωρηθήκαμε
συγχωρεθήκαμε
συγχωρείτε
συγχωράτε
συγχωρούσατε
συγχωράγατε
συγχωρήσατε
συγχωρέσατε
  συγχωριέστε
συγχωριόσαστε
συγχωρείστε
συγχωριόσαστε
συγχωριόσασταν
συγχωρούσαστε
συγχωρούσασταν
συγχωρηθήκατε
συγχωρεθήκατε
συγχωρούν(ε)
συγχωράνε
συγχωράν
συγχωρούσαν(ε)
συγχωράγανε
συγχώραγαν
συγχώρησαν
συγχώρεσαν
συγχωρήσαν(ε)
συγχωρέσαν(ε)
συγχωριόνται
συγχωριούνται
συγχωρούνται
συγχωριόντουσαν
συγχωρόνταν(ε)
συγχωρούνταν
συγχωριούνταν
συγχωρούντο
συνεγχωρούντο
συγχωρήθηκαν
συγχωρέθηκαν
συγχωρηθήκαν(ε)
συγχωρεθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
συγχωρήσει
συγχωρέσει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω συγχωρήσει

έχω συγχωρέσει

έχω συγχωρημένο

έχω συγχωρεμένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
συγχωρώντας
παρακείμενος

έχοντας συγχωρήσει

έχοντας συγχωρέσει

έχοντας συγχωρημένο

έχοντας συγχωρεμένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
συγχωρηθεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω συγχωρηθεί
έχω συγχωρεθεί
είμαι συγχωρημένος
είμαι συγχωρεμένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
συγχωρούμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
συγχωρημένος
συγχωρεμένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
συγχωρώ
συγχωρήσω
συγχωρέσω
  συγχωριέμαι
συγχωρούμαι
συγχωρηθώ
συγχωρεθώ
συγχωρείς
συγχωράς
συγχωρήσεις
συγχωρέσεις
  συγχωριέσαι
συγχωρείσαι
συγχωρηθείς
συγχωρεθείς
συγχωρεί
συγχωράει
συγχωρά
συγχωρήσει
συγχωρέσει
  συγχωριέται
συγχωρείται
συγχωρηθεί
συγχωρεθεί
συγχωρούμε
συγχωράμε
συγχωρήσουμε
συγχωρέσουμε
συγχωρήσομε
συγχωρέσομε
  συγχωριόμαστε
συγχωρούμαστε
συγχωρηθούμε
συγχωρεθούμε
συγχωρείτε
συγχωράτε
συγχωρήσετε
συγχωρέσετε
  συγχωριέστε
συγχωριόσαστε
συγχωρείστε
συγχωρηθείτε
συγχωρεθείτε
συγχωρούν(ε)
συγχωράνε
συγχωράν
συγχωρήσουν(ε)
συγχωρέσουν(ε)
  συγχωριόνται
συγχωριούνται
συγχωρούνται
συγχωρηθούν(ε)
συγχωρεθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
συγχώραγε
συγχωρήσε
συγχώρα
  συγχωρήσου
συγχωράτε
συγχωρείτε
συγχωρέστε
συγχωρήστε
συγχωρήσετε
  συγχωριέστε
συγχωρείστε
συγχωρηθείτε
συγχωρεθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα συγχωρήσει

είχα συγχωρέσει

είχα συγχωρημένο

είχα συγχωρεμένο

volt.verleden tijd was είχα συγχωρηθεί
είχα συγχωρεθεί
ήμουν συγχωρημένος
ήμουν συγχωρεμένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα συγχωρώ
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα συγχωριέμαι
θα συγχωρούμαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα συγχωρήσω
θα συγχωρέσω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα συγχωρηθώ
θα συγχωρεθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα συγχωρούσα
θα συγχώραγα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα συγχωριόμουν(α)
θα συγχωρούμουν
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω συγχωρήσει

θα έχω συγχωρέσει

θα έχω συγχωρημένο

θα έχω συγχωρεμένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω συγχωρηθεί
θα έχω συγχωρεθεί
θα είμαι συγχωρημένος
θα είμαι συγχωρεμένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα συγχωρήσει

θα είχα συγχωρέσει

θα είχα συγχωρημένο

θα είχα συγχωρεμένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα συγχωρηθεί
θα είχα συγχωρεθεί
θα ήμουν συγχωρημένος
θα ήμουν συγχωρεμένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie