Werkwoord vervoegen: συγχωρώ
- vergeven
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
συγχωρώ |
συγχωρούσα συγχώραγα |
συγχώρησα συγχώρεσα |
συγχωριέμαι συγχωρούμαι |
συγχωριόμουν(α) συγχωρούμουν |
συγχωρήθηκα συγχωρέθηκα |
||||||||||||||||||||||
συγχωρείς συγχωράς |
συγχωρούσες συγχώραγες |
συγχωράγες συγχώρησες συγχώρεσες |
συγχωριέσαι συγχωρείσαι |
συγχωριόσουν(α) συγχωρούσουν |
συγχωρήθηκες συγχωρέθηκες |
||||||||||||||||||||||
συγχωρεί συγχωράει συγχωρά |
συγχωρούσε συγχώραγε |
συγχώρησε συγχώρεσε |
συγχωριέται συγχωρείται |
συγχωριόταν(ε) - συγχωρείτο συνεγχωρείτο |
συγχωρήθηκε συγχωρέθηκε |
||||||||||||||||||||||
συγχωρούμε συγχωράμε |
συγχωρούσαμε συγχωράγαμε |
συγχωρήσαμε συγχωρέσαμε |
συγχωριόμαστε συγχωρούμαστε |
συγχωριόμαστε συγχωριόμασταν συγχωρούμαστε συγχωρούμασταν |
συγχωρηθήκαμε συγχωρεθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
συγχωρείτε συγχωράτε |
συγχωρούσατε συγχωράγατε |
συγχωρήσατε συγχωρέσατε |
συγχωριέστε συγχωριόσαστε συγχωρείστε |
συγχωριόσαστε συγχωριόσασταν συγχωρούσαστε συγχωρούσασταν |
συγχωρηθήκατε συγχωρεθήκατε |
||||||||||||||||||||||
συγχωρούν(ε) συγχωράνε συγχωράν |
συγχωρούσαν(ε) συγχωράγανε συγχώραγαν |
συγχώρησαν συγχώρεσαν συγχωρήσαν(ε) συγχωρέσαν(ε) |
συγχωριόνται συγχωριούνται συγχωρούνται |
συγχωριόντουσαν συγχωρόνταν(ε) συγχωρούνταν συγχωριούνταν συγχωρούντο συνεγχωρούντο |
συγχωρήθηκαν συγχωρέθηκαν συγχωρηθήκαν(ε) συγχωρεθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συγχωρώ |
συγχωρήσω συγχωρέσω |
συγχωριέμαι συγχωρούμαι |
συγχωρηθώ συγχωρεθώ |
||||||||||||||||||||||||
συγχωρείς συγχωράς |
συγχωρήσεις συγχωρέσεις |
συγχωριέσαι συγχωρείσαι |
συγχωρηθείς συγχωρεθείς |
||||||||||||||||||||||||
συγχωρεί συγχωράει συγχωρά |
συγχωρήσει συγχωρέσει |
συγχωριέται συγχωρείται |
συγχωρηθεί συγχωρεθεί |
||||||||||||||||||||||||
συγχωρούμε συγχωράμε |
συγχωρήσουμε συγχωρέσουμε συγχωρήσομε συγχωρέσομε |
συγχωριόμαστε συγχωρούμαστε |
συγχωρηθούμε συγχωρεθούμε |
||||||||||||||||||||||||
συγχωρείτε συγχωράτε |
συγχωρήσετε συγχωρέσετε |
συγχωριέστε συγχωριόσαστε συγχωρείστε |
συγχωρηθείτε συγχωρεθείτε |
||||||||||||||||||||||||
συγχωρούν(ε) συγχωράνε συγχωράν |
συγχωρήσουν(ε) συγχωρέσουν(ε) |
συγχωριόνται συγχωριούνται συγχωρούνται |
συγχωρηθούν(ε) συγχωρεθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συγχώραγε |
συγχωρήσε συγχώρα |
συγχωρήσου |
|||||||||||||||||||||||||
συγχωράτε συγχωρείτε |
συγχωρέστε συγχωρήστε συγχωρήσετε |
συγχωριέστε συγχωρείστε |
συγχωρηθείτε συγχωρεθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα συγχωρήσει είχα συγχωρέσει είχα συγχωρημένο είχα συγχωρεμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα συγχωρηθεί είχα συγχωρεθεί ήμουν συγχωρημένος ήμουν συγχωρεμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα συγχωρώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα συγχωριέμαι θα συγχωρούμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα συγχωρήσω θα συγχωρέσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα συγχωρηθώ θα συγχωρεθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα συγχωρούσα θα συγχώραγα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα συγχωριόμουν(α) θα συγχωρούμουν |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω συγχωρήσει θα έχω συγχωρέσει θα έχω συγχωρημένο θα έχω συγχωρεμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω συγχωρηθεί θα έχω συγχωρεθεί θα είμαι συγχωρημένος θα είμαι συγχωρεμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα συγχωρήσει θα είχα συγχωρέσει θα είχα συγχωρημένο θα είχα συγχωρεμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα συγχωρηθεί θα είχα συγχωρεθεί θα ήμουν συγχωρημένος θα ήμουν συγχωρεμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).