Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: συζητώ
- discussiëren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
συζητάω συζητώ |
συζήταγα συζητούσα |
συζήτησα |
συζητιέμαι συζητούμαι |
συζητιόμουν(α) συζητούμουν |
συζητήθηκα |
||||||||||||||||||||||
συζητάς συζητάς |
συζήταγες συζητούσες |
συζήτησες |
συζητιέσαι συζητείσαι |
συζητιόσουν(α) συζητούσουν |
συζητήθηκες |
||||||||||||||||||||||
συζητάει συζητά |
συζήταγε συζητούσε |
συζήτησε |
συζητιέται συζητείται |
συζητιόταν(ε) συζητείτο |
συζητήθηκε |
||||||||||||||||||||||
συζητούμε συζητάμε |
συζητάγαμε συζητούσαμε |
συζητήσαμε |
συζητιόμαστε συζητούμαστε |
συζητιόμαστε συζητιόμασταν συζητιόμασταν |
συζητηθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
συζητάτε |
συζητάγατε συζητούσατε |
συζητήσατε |
συζητιέστε συζητιόσαστε συζητείστε |
συζητιόσαστε συζητιόσασταν |
συζητηθήκατε |
||||||||||||||||||||||
συζητούν(ε) συζητάν(ε) |
συζήταγαν συζητάγανε συζητούσαν(ε) |
συζήτησαν συζητήσαν(ε) |
συζητιόνται συζητιούνται συζητούνται |
συζητιόντουσαν συζητιόνταν(ε) συζητιούνταν συζητούνταν συζητούντο |
συζητήθηκαν συζητηθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συζητάω συζητώ |
συζητήσω |
συζητιέμαι συζητούμαι |
συζητηθώ |
||||||||||||||||||||||||
συζητάς συζητάς |
συζητήσεις |
συζητιέσαι συζητείσαι |
συζητηθείς |
||||||||||||||||||||||||
συζητάει συζητά |
συζητήσει |
συζητιέται συζητείται |
συζητηθεί |
||||||||||||||||||||||||
συζητούμε συζητάμε |
συζητήσουμε συζητήσομε |
συζητιόμαστε συζητούμαστε |
συζητηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
συζητάτε |
συζητήσετε |
συζητιέστε συζητιόσαστε συζητείστε |
συζητηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
συζητούν(ε) συζητάν(ε) |
συζητήσουν(ε) |
συζητιόνται συζητιούνται συζητούνται |
συζητηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συζήτα συζήταγε |
συζήτησε συζήτα |
συζητήσου |
|||||||||||||||||||||||||
συζητάτε |
συζητήστε |
συζητιέστε συζητείστε |
συζητηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα συζητήσει είχα συζητημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα συζητηθεί ήμουν συζητημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα συζητάω θα συζητώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα συζητιέμαι θα συζητούμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα συζητήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα συζητηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα συζήταγα θα συζητούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα συζητιόμουν(α) θα συζητούμουν |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω συζητήσει θα έχω συζητημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω συζητηθεί θα είμαι συζητημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα συζητήσει θα είχα συζητημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα συζητηθεί θα ήμουν συζητημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright