Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: συμπλέκω
- vermengen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
συμπλέκω |
σύμπλεκα |
συνέπλεξα |
συμπλέκομαι |
συμπλεκόμουν(α) |
- |
||||||||||||||||||||||
συμπλέκεις |
σύμπλεκες |
συνέπλεξες |
συμπλέκεσαι |
συμπλεκόσουν(α) |
|||||||||||||||||||||||
συμπλέκει |
σύμπλεκε |
συνέπλεξε |
συμπλέκεται |
συμπλεκόταν(ε) |
συνεπλάκη |
||||||||||||||||||||||
συμπλέκουμε συμπλέκομε |
συμπλέκαμε |
συμπλέξαμε |
συμπλεκόμαστε |
συμπλεκόμαστε |
- |
||||||||||||||||||||||
συμπλέκετε |
συμπλέκατε |
συμπλέξατε |
συμπλέκεστε συμπλεκόσαστε |
συμπλεκόσαστε |
|||||||||||||||||||||||
συμπλέκουν(ε) |
σύμπλεκαν συμπλέκαν(ε) |
συνέπλεξαν συμπλέξαν(ε) |
συμπλέκονται |
συμπλέκονταν |
συνεπλάκησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συμπλέκω |
συμπλέξω |
συμπλέκομαι |
συμπλακώ |
||||||||||||||||||||||||
συμπλέκεις |
συμπλέξεις |
συμπλέκεσαι |
συμπλακείς |
||||||||||||||||||||||||
συμπλέκει |
συμπλέξει |
συμπλέκεται |
συμπλακεί |
||||||||||||||||||||||||
συμπλέκουμε συμπλέκομε |
συμπλέξουμε συμπλέξομε |
συμπλεκόμαστε |
συμπλακούμε |
||||||||||||||||||||||||
συμπλέκετε |
συμπλέξετε |
συμπλέκεστε συμπλεκόσαστε |
συμπλακείτε |
||||||||||||||||||||||||
συμπλέκουν(ε) |
συμπλέξουν(ε) |
συμπλέκονται |
συμπλακούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
σύμπλεκε |
σύμπλεξε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
συμπλέκετε |
συμπλέξτε συμπλέχτε |
συμπλέκεστε |
συμπλακείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα συμπλέξει είχα συμπεπλεγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα συμπλακεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα συμπλέκω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα συμπλέκομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα συμπλέξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα συμπλακώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα σύμπλεκα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα συμπλεκόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω συμπλέξει θα έχω συμπεπλεγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω συμπλακεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα συμπλέξει θα είχα συμπεπλεγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα συμπλακεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright