Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: συνάπτω
- aanknopen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
συνάπτω |
σύναπτα συνήπτα |
σύναψα συνήψα |
συνάπτομαι |
συναπτόμουν(α) |
συνάφτηκα συνάφθηκα |
||||||||||||||||||||||
συνάπτεις |
σύναπτες συνήπτες |
σύναψες συνήψες |
συνάπτεσαι |
συναπτόσουν(α) |
συνάφτηκες συνάφθηκες |
||||||||||||||||||||||
συνάπτει |
σύναπτε συνήπτε |
σύναψε συνήψε |
συνάπτεται |
συναπτόταν(ε) |
συνάφτηκε συνάφθηκε |
||||||||||||||||||||||
συνάπτουμε συνάπτομε |
συνάπταμε |
συνάψαμε |
συναπτόμαστε |
συναπτόμαστε |
συναφτήκαμε συναφθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
συνάπτετε |
συνάπτατε |
συνάψατε |
συνάπτεστε συναπτόσαστε |
συναπτόσαστε |
συναφτήκατε συναφθήκατε |
||||||||||||||||||||||
συνάπτουν(ε) |
σύναπταν συνήπταν συνάπταν(ε) |
σύναψαν συνήψαν συνάψαν(ε) |
συνάπτονται |
συνάπτονταν |
συνάφτηκαν συνάφθηκαν συναφτήκαν(ε) συναφθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συνάπτω |
συνάψω |
συνάπτομαι |
συναφτώ συναφθώ |
||||||||||||||||||||||||
συνάπτεις |
συνάψεις |
συνάπτεσαι |
συναφτείς συναφθείς |
||||||||||||||||||||||||
συνάπτει |
συνάψει |
συνάπτεται |
συναφτεί συναφθεί |
||||||||||||||||||||||||
συνάπτουμε συνάπτομε |
συνάψουμε συνάψομε |
συναπτόμαστε |
συναφτούμε συναφθούμε |
||||||||||||||||||||||||
συνάπτετε |
συνάψετε |
συνάπτεστε συναπτόσαστε |
συναφτείτε συναφθείτε |
||||||||||||||||||||||||
συνάπτουν(ε) |
συνάψουν(ε) |
συνάπτονται |
συναφτούν(ε) συναφθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
σύναπτε |
σύναψε |
συνάψου |
|||||||||||||||||||||||||
συνάπτετε |
συνάψτε συνάψετε |
συνάπτεστε |
συναφτείτε συναφθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα συνάψει |
volt.verleden tijd | was |
είχα συναφτεί είχα συναφθεί ήμουν συνημμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα συνάπτω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα συνάπτομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα συνάψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα συναφτώ θα συναφθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα σύναπτα θα συνήπτα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα συναπτόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω συνάψει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω συναφτεί θα έχω συναφθεί θα είμαι συνημμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα συνάψει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα συναφτεί θα είχα συναφθεί θα ήμουν συνημμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright