Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: συντρίβω
- verpletteren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
συντρίβω |
σύντριβα συνέτριβα |
συνέτριψα |
συντρίβομαι |
συντριβόμουν(α) |
συντρίφτηκα |
||||||||||||||||||||||
συντρίβεις |
σύντριβες συνέτριβες |
συνέτριψες |
συντρίβεσαι |
συντριβόσουν(α) |
συντρίφτηκες |
||||||||||||||||||||||
συντρίβει |
σύντριβε σύντριβε |
συνέτριψε |
συντρίβεται |
συντριβόταν(ε) |
συντρίφτηκε συνετρίβη |
||||||||||||||||||||||
συντρίβουμε συντρίβομε |
συντρίβαμε |
συντρίψαμε |
συντριβόμαστε |
συντριβόμαστε συντριβόμασταν |
συντριφτήκαμε |
||||||||||||||||||||||
συντρίβετε |
συντρίβατε |
συντρίψατε |
συντρίβεστε συντριβόσαστε |
συντριβόσαστε συντριβόσασταν |
συντριφτήκατε |
||||||||||||||||||||||
συντρίβουν(ε) |
σύντριβαν συνέτριβαν συντρίβαν(ε) |
συνέτριψαν συντρίψαν(ε) |
συντρίβονται |
συντριβόντουσαν συντρίβονταν συντριβόντανε |
συντρίφτηκαν συνετρίβησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συντρίβω |
συντρίψω |
συντρίβομαι |
συντριφτώ συντριβώ |
||||||||||||||||||||||||
συντρίβεις |
συντρίψεις |
συντρίβεσαι |
συντριφτείς συντριβείς |
||||||||||||||||||||||||
συντρίβει |
συντρίψει |
συντρίβεται |
συντριφτεί συντριβεί |
||||||||||||||||||||||||
συντρίβουμε συντρίβομε |
συντρίψουμε συντρίψομε |
συντριβόμαστε |
συντριφτούμε συντριβούμε |
||||||||||||||||||||||||
συντρίβετε |
συντρίψετε |
συντρίβεστε συντριβόσαστε |
συντριφτείτε συντριβείτε |
||||||||||||||||||||||||
συντρίβουν(ε) |
συντρίψουν(ε) |
συντρίβονται |
συντριφτούν(ε) συντριβούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
σύντριβε |
σύντριψε |
συντρίψου |
|||||||||||||||||||||||||
συντρίβετε |
συντρίψτε συντρίφτε |
συντρίβεστε |
συντριφτείτε συντριβείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα συντρίψει είχα συντετριμμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα συντριφτεί είχα συντριβεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα συντρίβω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα συντρίβομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα συντρίψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα συντριφτώ θα συντριβώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα σύντριβα θα συνέτριβα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα συντριβόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω συντρίψει θα έχω συντετριμμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω συντριφτεί θα έχω συντριβεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα συντρίψει θα είχα συντετριμμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα συντριφτεί θα είχα συντριβεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright