Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: υποκλέπτω - afluisteren


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
υποκλέπτω
υπέκλεπτα
υπέκλεψα
  υποκλέπτομαι
υποκλεπτόμουν(α)
υποκλάπηκα
υποκλέπτεις
υπέκλεπτες
υπέκλεψες
  υποκλέπτεσαι
υποκλεπτόσουν(α)
υποκλάπηκες
υποκλέπτει
υπέκλεπτε
υπέκλεψε
  υποκλέπτεται
υποκλεπτόταν(ε)
υποκλάπηκε
υπεκλάπη
υποκλέπτουμε
υποκλέπτομε
υποκλέπταμε
υποκλέψαμε
  υποκλεπτόμαστε
υποκλεπτόμαστε
υποκλαπήκαμε
υποκλέπτετε
υποκλέπτατε
υποκλέψατε
  υποκλέπτεστε
υποκλεπτόσαστε
υποκλαπήκατε
υποκλέπτουν(ε)
υπόκλεπταν
υποκλέπταν(ε)
υπέκλεψαν
υποκλέψαν(ε)
υποκλέπτονται
υποκλέπτονταν
υποκλάπηκαν
υπεκλάπησαν
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
υποκλέψει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω υποκλέψει

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
υποκλέπτοντας
παρακείμενος

έχοντας υποκλέψει

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
υποκλαπεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
-
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
-
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
-
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
υποκλέπτω
υποκλέψω
  υποκλέπτομαι
υποκλαπώ
υποκλέπτεις
υποκλέψεις
  υποκλέπτεσαι
υποκλαπείς
υποκλέπτει
υποκλέψει
  υποκλέπτεται
υποκλαπεί
υποκλέπτουμε
υποκλέπτομε
υποκλέψουμε
υποκλέψομε
  υποκλεπτόμαστε
υποκλαπούμε
υποκλέπτετε
υποκλέψετε
  υποκλέπτεστε
υποκλαπείτε
υποκλέπτουν(ε)
υποκλέψουν(ε)
  υποκλέπτονται
υποκλαπούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
υπόκλεπτε
υπόκλεψε
  -
υποκλέπτετε
υποκλέψτε
υποκλέψετε
  υποκλέπτεστε
υποκλαπείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα υποκλέψει

volt.verleden tijd was -
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα υποκλέπτω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα υποκλέπτομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα υποκλέψω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα υποκλαπώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα υπέκλεπτα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα υποκλεπτόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω υποκλέψει

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn -
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα υποκλέψει

volt.verleden toek.tijd: zou zijn -

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie