Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: υποκλέπτω
- afluisteren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
υποκλέπτω |
υπέκλεπτα |
υπέκλεψα |
υποκλέπτομαι |
υποκλεπτόμουν(α) |
υποκλάπηκα |
||||||||||||||||||||||
υποκλέπτεις |
υπέκλεπτες |
υπέκλεψες |
υποκλέπτεσαι |
υποκλεπτόσουν(α) |
υποκλάπηκες |
||||||||||||||||||||||
υποκλέπτει |
υπέκλεπτε |
υπέκλεψε |
υποκλέπτεται |
υποκλεπτόταν(ε) |
υποκλάπηκε υπεκλάπη |
||||||||||||||||||||||
υποκλέπτουμε υποκλέπτομε |
υποκλέπταμε |
υποκλέψαμε |
υποκλεπτόμαστε |
υποκλεπτόμαστε |
υποκλαπήκαμε |
||||||||||||||||||||||
υποκλέπτετε |
υποκλέπτατε |
υποκλέψατε |
υποκλέπτεστε |
υποκλεπτόσαστε |
υποκλαπήκατε |
||||||||||||||||||||||
υποκλέπτουν(ε) |
υπόκλεπταν υποκλέπταν(ε) |
υπέκλεψαν υποκλέψαν(ε) |
υποκλέπτονται |
υποκλέπτονταν |
υποκλάπηκαν υπεκλάπησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
υποκλέπτω |
υποκλέψω |
υποκλέπτομαι |
υποκλαπώ |
||||||||||||||||||||||||
υποκλέπτεις |
υποκλέψεις |
υποκλέπτεσαι |
υποκλαπείς |
||||||||||||||||||||||||
υποκλέπτει |
υποκλέψει |
υποκλέπτεται |
υποκλαπεί |
||||||||||||||||||||||||
υποκλέπτουμε υποκλέπτομε |
υποκλέψουμε υποκλέψομε |
υποκλεπτόμαστε |
υποκλαπούμε |
||||||||||||||||||||||||
υποκλέπτετε |
υποκλέψετε |
υποκλέπτεστε |
υποκλαπείτε |
||||||||||||||||||||||||
υποκλέπτουν(ε) |
υποκλέψουν(ε) |
υποκλέπτονται |
υποκλαπούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
υπόκλεπτε |
υπόκλεψε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
υποκλέπτετε |
υποκλέψτε υποκλέψετε |
υποκλέπτεστε |
υποκλαπείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα υποκλέψει |
volt.verleden tijd | was |
- |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα υποκλέπτω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα υποκλέπτομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα υποκλέψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα υποκλαπώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα υπέκλεπτα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα υποκλεπτόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω υποκλέψει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
- |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα υποκλέψει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
- |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright