Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αλλάζω
- veranderen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αλλάζω |
άλλαζα |
άλλαξα |
αλλάζομαι |
αλλαζόμουν(α) |
αλλάχτηκα |
||||||||||||||||||||||
αλλάζεις |
άλλαζες |
άλλαξες |
αλλάζεσαι |
αλλαζόσουν(α) |
αλλάχτηκες |
||||||||||||||||||||||
αλλάζει |
άλλαζε |
άλλαξε |
αλλάζεται |
αλλαζόταν(ε) |
αλλάχτηκε |
||||||||||||||||||||||
αλλάζουμε αλλάζομε |
αλλάζαμε |
αλλάξαμε |
αλλαζόμαστε |
αλλαζόμαστε αλλαζόμασταν |
αλλαχτήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αλλάζετε |
αλλάζατε |
αλλάξατε |
αλλάζεστε αλλαζόσαστε |
αλλαζόσαστε αλλαζόσασταν |
αλλαχτήκατε |
||||||||||||||||||||||
αλλάζουν(ε) |
άλλαζαν αλλάζαν(ε) |
άλλαξαν αλλάξαν(ε) |
αλλάζονται |
αλλαζόντουσαν αλλάζονταν αλλαζόντανε |
αλλάχτηκαν αλλαχτήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αλλάζω |
αλλάξω |
αλλάζομαι |
αλλαχτώ |
||||||||||||||||||||||||
αλλάζεις |
αλλάξεις |
αλλάζεσαι |
αλλαχτείς |
||||||||||||||||||||||||
αλλάζει |
αλλάξει |
αλλάζεται |
αλλαχτεί |
||||||||||||||||||||||||
αλλάζουμε αλλάζομε |
αλλάξουμε αλλάξομε |
αλλαζόμαστε |
αλλαχτούμε |
||||||||||||||||||||||||
αλλάζετε |
αλλάξετε |
αλλάζεστε αλλαζόσαστε |
αλλαχτείτε |
||||||||||||||||||||||||
αλλάζουν(ε) |
αλλάξουν(ε) |
αλλάζονται |
αλλαχτούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
άλλαζε |
άλλαξε |
αλλάξου |
|||||||||||||||||||||||||
αλλάζετε |
αλλάξτε αλλάχτε |
αλλάζεστε |
αλλαχτείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αλλάξει είχα αλλαγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα αλλαχτεί ήμουν αλλαγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αλλάζω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αλλάζομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αλλάξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αλλαχτώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα άλλαζα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αλλαζόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αλλάξει θα έχω αλλαγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αλλαχτεί θα είμαι αλλαγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αλλάξει θα είχα αλλαγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αλλαχτεί θα ήμουν αλλαγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright