Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: λαμβάνω
- aandacht%20schenken%20aan
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
λαμβάνω |
λάμβανα |
έλαβα |
λαμβάνομαι |
λαμβανόμουν(α) |
λήφθηκα ελήφθην |
||||||||||||||||||||||
λαμβάνεις |
λάμβανες |
έλαβες |
λαμβάνεσαι |
λαμβανόσουν(α) |
λήφθηκες ελήφθης |
||||||||||||||||||||||
λαμβάνει |
λάμβανε |
έλαβε |
λαμβάνεται |
λαμβανόταν(ε) |
λήφθηκε ελήφθη |
||||||||||||||||||||||
λαμβάνουμε λαμβάνομε |
λαμβάναμε |
λάβαμε |
λαμβανόμαστε |
λαμβανόμαστε λαμβανόμασταν |
ληφθήκαμε ελήφθημεν |
||||||||||||||||||||||
λαμβάνετε |
λαμβάνατε |
λάβατε |
λαμβάνεστε λαμβανόσαστε |
λαμβανόσαστε λαμβανόσασταν |
ληφθήκατε ελήφθητε |
||||||||||||||||||||||
λαμβάνουν(ε) |
λάμβαναν λαμβάναν(ε) |
έλαβαν λάβαν(ε) |
λαμβάνονται |
λαμβάνονταν |
λήφθηκαν ελήφθησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
λαμβάνω |
λάβω |
λαμβάνομαι |
ληφθώ |
||||||||||||||||||||||||
λαμβάνεις |
λάβεις |
λαμβάνεσαι |
ληφθείς |
||||||||||||||||||||||||
λαμβάνει |
λάβει |
λαμβάνεται |
ληφθεί |
||||||||||||||||||||||||
λαμβάνουμε λαμβάνομε |
λάβουμε λάβομε |
λαμβανόμαστε |
ληφθούμε |
||||||||||||||||||||||||
λαμβάνετε |
λάβετε |
λαμβάνεστε λαμβανόσαστε |
ληφθείτε |
||||||||||||||||||||||||
λαμβάνουν(ε) |
λάβουν(ε) |
λαμβάνονται |
ληφθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
λάμβανε |
λάβε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
λαμβάνετε |
λάβετε |
λαμβάνεστε |
ληφθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα λάβει είχα ειλημμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα ληφθεί ήμουν ειλημμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα λαμβάνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα λαμβάνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα λάβω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα ληφθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα λάμβανα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα λαμβανόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω λάβει θα έχω ειλημμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω ληφθεί θα είμαι ειλημμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα λάβει θα είχα ειλημμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα ληφθεί θα ήμουν ειλημμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright