Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: ορίζω
- bepalen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
ορίζω |
όριζα |
όρισα |
ορίζομαι |
οριζόμουν(α) |
ορίστηκα |
||||||||||||||||||||||
ορίζεις |
όριζες |
όρισες |
ορίζεσαι |
οριζόσουν(α) |
ορίστηκες |
||||||||||||||||||||||
ορίζει |
όριζε |
όρισε |
ορίζεται |
οριζόταν(ε) |
ορίστηκε |
||||||||||||||||||||||
ορίζουμε ορίζομε |
ορίζαμε |
ορίσαμε |
οριζόμαστε |
οριζόμαστε οριζόμασταν |
οριστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
ορίζετε |
ορίζατε |
ορίσατε |
ορίζεστε οριζόσαστε |
οριζόσαστε οριζόσασταν |
οριστήκατε |
||||||||||||||||||||||
ορίζουν(ε) |
όριζαν ορίζαν(ε) |
όρισαν ορίσαν(ε) |
ορίζονται |
οριζόντουσαν ορίζονταν οριζόντανε |
ορίστηκαν οριστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
ορίζω |
ορίσω |
ορίζομαι |
οριστώ |
||||||||||||||||||||||||
ορίζεις |
ορίσεις |
ορίζεσαι |
οριστείς |
||||||||||||||||||||||||
ορίζει |
ορίσει |
ορίζεται |
οριστεί |
||||||||||||||||||||||||
ορίζουμε ορίζομε |
ορίσουμε ορίσομε |
οριζόμαστε |
οριστούμε |
||||||||||||||||||||||||
ορίζετε |
ορίσετε |
ορίζεστε οριζόσαστε |
οριστείτε |
||||||||||||||||||||||||
ορίζουν(ε) |
ορίσουν(ε) |
ορίζονται |
οριστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
όριζε |
όρισε |
ορίσου |
|||||||||||||||||||||||||
ορίζετε |
ορίστε |
ορίζεστε |
οριστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα ορίσει είχα ορισμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα οριστεί ήμουν ορισμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα ορίζω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα ορίζομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα ορίσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα οριστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα όριζα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα οριζόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω ορίσει θα έχω ορισμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω οριστεί θα είμαι ορισμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα ορίσει θα είχα ορισμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα οριστεί θα ήμουν ορισμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright