Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: προσφέρω
- aanbieden <2>
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
προσφέρω |
πρόσφερα προσέφερα |
πρόσφερα προσέφερα |
προσφέρομαι |
προσφερόμουν(α) |
προσφέρθηκα |
||||||||||||||||||||||
προσφέρεις |
πρόσφερες προσέφερες |
πρόσφερες προσέφερες |
προσφέρεσαι |
προσφερόσουν(α) |
προσφέρθηκες |
||||||||||||||||||||||
προσφέρει |
πρόσφερε προσέφερε |
πρόσφερε προσέφερε |
προσφέρεται |
προσφερόταν(ε) |
προσφέρθηκε |
||||||||||||||||||||||
προσφέρουμε προσφέρομε |
προσφέραμε |
προσφέραμε |
προσφερόμαστε |
προσφερόμαστε προσφερόμασταν |
προσφερθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
προσφέρετε |
προσφέρατε |
προσφέρατε |
προσφέρεστε προσφερόσαστε |
προσφερόσαστε προσφερόσασταν |
προσφερθήκατε |
||||||||||||||||||||||
προσφέρουν(ε) |
πρόσφεραν προσέφεραν προσφέραν(ε) |
πρόσφεραν προσέφεραν προσφέραν(ε) |
προσφέρονται |
προσφερόντουσαν προσφέρονταν προσφερόντανε |
προσφέρθηκαν προσφερθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
προσφέρω |
προσφέρω |
προσφέρομαι |
προσφερθώ |
||||||||||||||||||||||||
προσφέρεις |
προσφέρεις |
προσφέρεσαι |
προσφερθείς |
||||||||||||||||||||||||
προσφέρει |
προσφέρει |
προσφέρεται |
προσφερθεί |
||||||||||||||||||||||||
προσφέρουμε προσφέρομε |
προσφέρουμε προσφέρομε |
προσφερόμαστε |
προσφερθούμε |
||||||||||||||||||||||||
προσφέρετε |
προσφέρετε |
προσφέρεστε προσφερόσαστε |
προσφερθείτε |
||||||||||||||||||||||||
προσφέρουν(ε) |
προσφέρουν(ε) |
προσφέρονται |
προσφερθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πρόσφερε |
πρόσφερε |
προσφέρσου |
|||||||||||||||||||||||||
προσφέρετε |
προσφέρτε προσφέρετε |
προσφέρεστε |
προσφερθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα προσφέρει |
volt.verleden tijd | was |
είχα προσφερθεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα προσφέρω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα προσφέρομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα προσφέρω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα προσφερθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα πρόσφερα θα προσέφερα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα προσφερόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω προσφέρει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω προσφερθεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα προσφέρει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα προσφερθεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright