Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αναδεικνύω
- tonen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αναδεικνύω |
αναδείκνυα |
ανάδειξα ανέδειξα |
αναδεικνύομαι |
αναδεικνυόμουν(α) |
αναδείχτηκα αναδείχθηκα |
||||||||||||||||||||||
αναδεικνύεις |
αναδείκνυες |
ανάδειξες ανέδειξες |
αναδεικνύεσαι |
αναδεικνυόσουν(α) |
αναδείχτηκες αναδείχθηκες |
||||||||||||||||||||||
αναδεικνύει |
αναδείκνυε |
ανάδειξε ανέδειξε |
αναδεικνύεται |
αναδεικνυόταν(ε) |
αναδείχτηκε αναδείχθηκε |
||||||||||||||||||||||
αναδεικνύουμε αναδεικνύομε |
αναδεικνύαμε |
αναδείξαμε |
αναδεικνυόμαστε |
αναδεικνυόμαστε |
αναδειχτήκαμε αναδειχθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αναδεικνύετε |
αναδεικνύατε |
αναδείξατε |
αναδεικνύεστε αναδεικνυόσαστε |
αναδεικνυόσαστε |
αναδειχτήκατε αναδειχθήκατε |
||||||||||||||||||||||
αναδεικνύουν(ε) |
αναδείκνυαν αναδεικνύαν(ε) |
ανάδειξαν ανέδειξαν αναδείξαν(ε) |
αναδεικνύονται |
αναδεικνύονταν |
αναδείχτηκαν αναδείχθηκαν αναδειχτήκαν(ε) αναδειχθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αναδεικνύω |
αναδείξω |
αναδεικνύομαι |
αναδειχτώ αναδειχθώ |
||||||||||||||||||||||||
αναδεικνύεις |
αναδείξεις |
αναδεικνύεσαι |
αναδειχτείς αναδειχθείς |
||||||||||||||||||||||||
αναδεικνύει |
αναδείξει |
αναδεικνύεται |
αναδειχτεί αναδειχθεί |
||||||||||||||||||||||||
αναδεικνύουμε αναδεικνύομε |
αναδείξουμε αναδείξομε |
αναδεικνυόμαστε |
αναδειχτούμε αναδειχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
αναδεικνύετε |
αναδείξετε |
αναδεικνύεστε αναδεικνυόσαστε |
αναδειχτείτε αναδειχθείτε |
||||||||||||||||||||||||
αναδεικνύουν(ε) |
αναδείξουν(ε) |
αναδεικνύονται |
αναδειχτούν(ε) αναδειχθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αναδείκνυε |
ανάδειξε |
αναδείξου |
|||||||||||||||||||||||||
αναδεικνύετε |
αναδείξτε αναδείξετε |
αναδεικνύεστε |
αναδειχτείτε αναδειχθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αναδείξει |
volt.verleden tijd | was |
είχα αναδειχτεί είχα αναδειχθεί ήμουν αναδειγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αναδεικνύω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αναδεικνύομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αναδείξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αναδειχτώ θα αναδειχθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα αναδείκνυα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αναδεικνυόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αναδείξει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αναδειχτεί θα έχω αναδειχθεί θα είμαι αναδειγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αναδείξει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αναδειχτεί θα είχα αναδειχθεί θα ήμουν αναδειγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright