Werkwoord vervoegen: αναπτύσσω
- ontwikkelen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αναπτύσσω |
ανάπτυσσα ανέπτυσσα |
ανάπτυξα ανέπτυξα |
αναπτύσσομαι |
αναπτυσσόμουν(α) |
αναπτύχτηκα αναπτύχθηκα |
||||||||||||||||||||||
αναπτύσσεις |
ανάπτυσσες ανέπτυσσες |
ανάπτυξες ανέπτυξες |
αναπτύσσεσαι |
αναπτυσσόσουν(α) |
αναπτύχτηκες αναπτύχθηκες |
||||||||||||||||||||||
αναπτύσσει |
ανάπτυσσε ανέπτυσσε |
ανάπτυξε ανέπτυξε |
αναπτύσσεται |
αναπτυσσόταν(ε) |
αναπτύχτηκε αναπτύχθηκε |
||||||||||||||||||||||
αναπτύσσουμε αναπτύσσομε |
αναπτύσσαμε |
αναπτύξαμε |
αναπτυσσόμαστε |
αναπτυσσόμαστε |
αναπτυχτήκαμε αναπτυχθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αναπτύσσετε |
αναπτύσσατε |
αναπτύξατε |
αναπτύσσεστε αναπτυσσόσαστε |
αναπτυσσόσαστε |
αναπτυχτήκατε αναπτυχθήκατε |
||||||||||||||||||||||
αναπτύσσουν(ε) |
ανάπτυσσαν ανέπτυσσαν αναπτύσσαν(ε) |
ανάπτυξαν ανέπτυξαν αναπτύξαν(ε) |
αναπτύσσονται |
αναπτύσσονταν |
αναπτύχτηκαν αναπτύχθηκαν αναπτυχτήκαν(ε) αναπτυχθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αναπτύσσω |
αναπτύξω |
αναπτύσσομαι |
αναπτυχτώ αναπτυχθώ |
||||||||||||||||||||||||
αναπτύσσεις |
αναπτύξεις |
αναπτύσσεσαι |
αναπτυχτείς αναπτυχθείς |
||||||||||||||||||||||||
αναπτύσσει |
αναπτύξει |
αναπτύσσεται |
αναπτυχτεί αναπτυχθεί |
||||||||||||||||||||||||
αναπτύσσουμε αναπτύσσομε |
αναπτύξουμε αναπτύξομε |
αναπτυσσόμαστε |
αναπτυχτούμε αναπτυχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
αναπτύσσετε |
αναπτύξετε |
αναπτύσσεστε αναπτυσσόσαστε |
αναπτυχτείτε αναπτυχθείτε |
||||||||||||||||||||||||
αναπτύσσουν(ε) |
αναπτύξουν(ε) |
αναπτύσσονται |
αναπτυχτούν(ε) αναπτυχθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
ανάπτυσσε |
ανάπτυξε |
αναπτύξου |
|||||||||||||||||||||||||
αναπτύσσετε |
αναπτύξτε αναπτύξετε |
αναπτύσσεστε |
αναπτυχτείτε αναπτυχθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αναπτύξει είχα αναπτυγμένο είχα ανεπτυγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα αναπτυχτεί είχα αναπτυχθεί ήμουν αναπτυγμένος ήμουν ανεπτυγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αναπτύσσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αναπτύσσομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αναπτύξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αναπτυχτώ θα αναπτυχθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα ανάπτυσσα θα ανέπτυσσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αναπτυσσόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αναπτύξει θα έχω αναπτυγμένο θα έχω ανεπτυγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αναπτυχτεί θα έχω αναπτυχθεί θα είμαι αναπτυγμένος θα είμαι ανεπτυγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αναπτύξει θα είχα αναπτυγμένο θα είχα ανεπτυγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αναπτυχτεί θα είχα αναπτυχθεί θα ήμουν αναπτυγμένος θα ήμουν ανεπτυγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).