Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 Warning: Undefined variable $PassaParAant in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 1152 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: αναπτύσσω - ontwikkelen


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
αναπτύσσω
ανάπτυσσα
ανέπτυσσα
ανάπτυξα
ανέπτυξα
  αναπτύσσομαι
αναπτυσσόμουν(α)
αναπτύχτηκα
αναπτύχθηκα
αναπτύσσεις
ανάπτυσσες
ανέπτυσσες
ανάπτυξες
ανέπτυξες
  αναπτύσσεσαι
αναπτυσσόσουν(α)
αναπτύχτηκες
αναπτύχθηκες
αναπτύσσει
ανάπτυσσε
ανέπτυσσε
ανάπτυξε
ανέπτυξε
  αναπτύσσεται
αναπτυσσόταν(ε)
αναπτύχτηκε
αναπτύχθηκε
αναπτύσσουμε
αναπτύσσομε
αναπτύσσαμε
αναπτύξαμε
  αναπτυσσόμαστε
αναπτυσσόμαστε
αναπτυχτήκαμε
αναπτυχθήκαμε
αναπτύσσετε
αναπτύσσατε
αναπτύξατε
  αναπτύσσεστε
αναπτυσσόσαστε
αναπτυσσόσαστε
αναπτυχτήκατε
αναπτυχθήκατε
αναπτύσσουν(ε)
ανάπτυσσαν
ανέπτυσσαν
αναπτύσσαν(ε)
ανάπτυξαν
ανέπτυξαν
αναπτύξαν(ε)
αναπτύσσονται
αναπτύσσονταν
αναπτύχτηκαν
αναπτύχθηκαν
αναπτυχτήκαν(ε)
αναπτυχθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
αναπτύξει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω αναπτύξει

έχω αναπτυγμένο

έχω ανεπτυγμένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
αναπτύσσοντας
παρακείμενος

έχοντας αναπτύξει

έχοντας αναπτυγμένο

έχοντας ανεπτυγμένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
αναπτυχτεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω αναπτυχτεί
έχω αναπτυχθεί
είμαι αναπτυγμένος
είμαι ανεπτυγμένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
αναπτυσσόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
αναπτυγμένος
ανεπτυγμένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
αναπτύσσω
αναπτύξω
  αναπτύσσομαι
αναπτυχτώ
αναπτυχθώ
αναπτύσσεις
αναπτύξεις
  αναπτύσσεσαι
αναπτυχτείς
αναπτυχθείς
αναπτύσσει
αναπτύξει
  αναπτύσσεται
αναπτυχτεί
αναπτυχθεί
αναπτύσσουμε
αναπτύσσομε
αναπτύξουμε
αναπτύξομε
  αναπτυσσόμαστε
αναπτυχτούμε
αναπτυχθούμε
αναπτύσσετε
αναπτύξετε
  αναπτύσσεστε
αναπτυσσόσαστε
αναπτυχτείτε
αναπτυχθείτε
αναπτύσσουν(ε)
αναπτύξουν(ε)
  αναπτύσσονται
αναπτυχτούν(ε)
αναπτυχθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
ανάπτυσσε
ανάπτυξε
  αναπτύξου
αναπτύσσετε
αναπτύξτε
αναπτύξετε
  αναπτύσσεστε
αναπτυχτείτε
αναπτυχθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα αναπτύξει

είχα αναπτυγμένο

είχα ανεπτυγμένο

volt.verleden tijd was είχα αναπτυχτεί
είχα αναπτυχθεί
ήμουν αναπτυγμένος
ήμουν ανεπτυγμένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα αναπτύσσω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα αναπτύσσομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα αναπτύξω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα αναπτυχτώ
θα αναπτυχθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα ανάπτυσσα
θα ανέπτυσσα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα αναπτυσσόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω αναπτύξει

θα έχω αναπτυγμένο

θα έχω ανεπτυγμένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω αναπτυχτεί
θα έχω αναπτυχθεί
θα είμαι αναπτυγμένος
θα είμαι ανεπτυγμένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα αναπτύξει

θα είχα αναπτυγμένο

θα είχα ανεπτυγμένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα αναπτυχτεί
θα είχα αναπτυχθεί
θα ήμουν αναπτυγμένος
θα ήμουν ανεπτυγμένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie