Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: αναστέλλω - opschorten


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
αναστέλλω
ανέστελλα
ανέστειλα
  αναστέλλομαι
αναστελλόμουν(α)
ανεστάλην
αναστάλθηκα
αναστέλλεις
ανέστελλες
ανέστειλες
  αναστέλλεσαι
αναστελλόσουν(α)
ανεστάλης
αναστάλθηκες
αναστέλλει
ανέστελλε
ανέστειλε
  αναστέλλεται
αναστελλόταν(ε)
ανεστάλη
αναστάλθηκε
αναστέλλουμε
αναστέλλομε
αναστέλλαμε
αναστείλαμε
  αναστελλόμαστε
αναστελλόμαστε
ανεστάλημεν
αναστέλλετε
αναστέλλατε
αναστείλατε
  αναστέλλεστε
αναστελλόσαστε
αναστελλόσαστε
ανεστάλητε
αναστέλλουν(ε)
ανέστελλαν
αναστέλλαν(ε)
ανέστειλαν
αναστείλαν(ε)
αναστέλλονται
αναστέλλονταν
ανεστάλησαν
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
αναστείλει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω αναστείλει

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
αναστέλλοντας
παρακείμενος

έχοντας αναστείλει

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
ανασταλεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω ανασταλεί
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
αναστελλόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
-
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
αναστέλλω
αναστείλω
  αναστέλλομαι
ανασταλώ
αναστέλλεις
αναστείλεις
  αναστέλλεσαι
ανασταλείς
αναστέλλει
αναστείλει
  αναστέλλεται
ανασταλεί
αναστέλλουμε
αναστέλλομε
αναστείλουμε
αναστείλομε
  αναστελλόμαστε
ανασταλούμε
αναστέλλετε
αναστείλετε
  αναστέλλεστε
αναστελλόσαστε
ανασταλείτε
αναστέλλουν(ε)
αναστείλουν(ε)
  αναστέλλονται
ανασταλούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
ανάστελλε
ανάστειλε
  -
αναστέλλετε
αναστείλτε
αναστείλετε
  αναστέλλεστε
ανασταλείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα αναστείλει

volt.verleden tijd was είχα ανασταλεί
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα αναστέλλω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα αναστέλλομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα αναστείλω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα ανασταλώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα ανέστελλα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα αναστελλόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω αναστείλει

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω ανασταλεί
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα αναστείλει

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα ανασταλεί

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie