Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: απολησμονώ - vergeten


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
απολησμονάω
απολησμονώ
απολήσμοναγα
απολησμονούσα
απολήσμονησα
  απολησμονιέμαι
απολησμονιόμουν(α)
απολησμονήθηκα
απολησμονείς
απολησμονάς
απολήσμοναγες
απολησμονούσες
απολήσμονησες
  απολησμονιέσαι
απολησμονιόσουν(α)
απολησμονήθηκες
απολησμονάει
απολησμονά
απολήσμοναγε
απολησμονούσε
απολήσμονησε
  απολησμονιέται
απολησμονιόταν(ε)
απολησμονήθηκε
απολησμονούμε
απολησμονάμε
απολησμονάγαμε
απολησμονούσαμε
απολησμονήσαμε
  απολησμονιόμαστε
απολησμονιόμαστε
απολησμονιόμασταν
απολησμονηθήκαμε
απολησμονείτε
απολησμονάτε
απολησμονάγατε
απολησμονούσατε
απολησμονήσατε
  απολησμονιέστε
απολησμονιόσαστε
απολησμονιόσαστε
απολησμονιόσασταν
απολησμονηθήκατε
απολησμονάούν(ε)
απολησμονάν(ε)
απολήσμοναγαν
απολησμονούσαν(ε)
απολησμονάγανε
απολήσμονησαν
απολησμονήσαν(ε)
απολησμονιόνται
απολησμονιούνται
απολησμονιόντουσαν
απολησμονιόνταν(ε)
απολησμονιούνταν
απολησμονήθηκαν
απολησμονηθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
απολησμονήσει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω απολησμονήσει

έχω απολησμονημένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
απολησμονώντας
παρακείμενος

έχοντας απολησμονήσει

έχοντας απολησμονημένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
απολησμονηθεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω απολησμονηθεί
είμαι απολησμονημένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
-
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
απολησμονημένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
απολησμονάω
απολησμονώ
απολησμονήσω
  απολησμονιέμαι
απολησμονηθώ
απολησμονείς
απολησμονάς
απολησμονήσεις
  απολησμονιέσαι
απολησμονηθείς
απολησμονάει
απολησμονά
απολησμονήσει
  απολησμονιέται
απολησμονηθεί
απολησμονούμε
απολησμονάμε
απολησμονήσουμε
απολησμονήσομε
  απολησμονιόμαστε
απολησμονηθούμε
απολησμονείτε
απολησμονάτε
απολησμονήσετε
  απολησμονιέστε
απολησμονιόσαστε
απολησμονηθείτε
απολησμονάούν(ε)
απολησμονάν(ε)
απολησμονήσουν(ε)
  απολησμονιόνται
απολησμονιούνται
απολησμονηθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
απολήσμονα
απολήσμονησε
απολήσμονα
  απολησμονήσου
απολησμονάτε
απολησμονήστε
απολησμονήσετε
  απολησμονιέστε
απολησμονηθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα απολησμονήσει

είχα απολησμονημένο

volt.verleden tijd was είχα απολησμονηθεί
ήμουν απολησμονημένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα απολησμονάω
θα απολησμονώ
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα απολησμονιέμαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα απολησμονήσω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα απολησμονηθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα απολήσμοναγα
θα απολησμονούσα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα απολησμονιόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω απολησμονήσει

θα έχω απολησμονημένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω απολησμονηθεί
θα είμαι απολησμονημένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα απολησμονήσει

θα είχα απολησμονημένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα απολησμονηθεί
θα ήμουν απολησμονημένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie