Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: διαγιγνώσκω - diagnosticeren


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
διαγιγνώσκω
διεγίγνωσκα
διέγνωσα
  διαγιγνώσκομαι
διαγιγνωσκόμουν(α)
διαγνώσθην
διαγιγνώσκεις
διεγίγνωσκες
διέγνωσες
  διαγιγνώσκεσαι
διαγιγνωσκόσουν(α)
διαγνώσθης
διαγιγνώσκει
διεγίγνωσκε
διέγνωσε
  διαγιγνώσκεται
διαγιγνωσκόταν(ε)
διαγνώσθη
διαγιγνώσκουμε
διαγιγνώσκομε
διαγιγνώσκαμε
διαγνώσαμε
  διαγιγνωσκόμαστε
διαγιγνωσκόμεθα
διαγιγνωσκόμαστε
διαγιγνωσκόμεθα
διαγνώσθημεν
διαγιγνώσκετε
διαγιγνώσκατε
διαγνώσατε
  διαγιγνώσκεστε
διαγιγνωσκόσαστε
διαγιγνωσκόσαστε
διαγνώσθητε
διαγιγνώσκουν(ε)
διεγίγνωσκαν
διαγιγνώσκαν(ε)
διέγνωσαν
διαγνώσαν(ε)
διαγιγνώσκονται
διαγιγνώσκονταν
διαγνώσθησαν
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διαγνώσει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω διαγνώσει

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διαγιγνώσκοντας
παρακείμενος

έχοντας διαγνώσει

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διαγνωσθεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
-
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διαγιγνωσκόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
διαγνωσμένος
διαγνωσθείς
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διαγιγνώσκω
διαγνώσω
  διαγιγνώσκομαι
διαγνωσθώ
διαγιγνώσκεις
διαγνώσεις
  διαγιγνώσκεσαι
διαγνωσθείς
διαγιγνώσκει
διαγνώσει
  διαγιγνώσκεται
διαγνωσθεί
διαγιγνώσκουμε
διαγιγνώσκομε
διαγνώσουμε
διαγνώσομε
  διαγιγνωσκόμαστε
διαγιγνωσκόμεθα
διαγνωσθούμε
διαγιγνώσκετε
διαγνώσετε
  διαγιγνώσκεστε
διαγιγνωσκόσαστε
διαγνωσθείτε
διαγιγνώσκουν(ε)
διαγνώσουν(ε)
  διαγιγνώσκονται
διαγνωσθούν(ε)
διαγνωσθούν
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διαγίγνωσκε
διάγνωσε
  -
διαγιγνώσκετε
διαγνώσετε
  διαγιγνώσκεστε
διαγιγνώσκεσθε
διαγνωσθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα διαγνώσει

volt.verleden tijd was -
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα διαγιγνώσκω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα διαγιγνώσκομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα διαγνώσω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα διαγνωσθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα διεγίγνωσκα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα διαγιγνωσκόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω διαγνώσει

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn -
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα διαγνώσει

volt.verleden toek.tijd: zou zijn -

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie