Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: διαψεύδω - loochenen


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
διαψεύδω
διέψευδα
διέψευσα
  διαψεύδομαι
διαψευδόμουν(α)
διαψεύστηκα
διαψεύδεις
διέψευδες
διέψευσες
  διαψεύδεσαι
διαψευδόσουν(α)
διαψεύστηκες
διαψεύδει
διέψευδε
διέψευσε
  διαψεύδεται
διαψευδόταν(ε)
διαψεύστηκε
διαψεύδουμε
διαψεύδομε
διαψεύδαμε
διαψεύσαμε
  διαψευδόμαστε
διαψευδόμαστε
διαψευστήκαμε
διαψεύδετε
διαψεύδατε
διαψεύσατε
  διαψεύδεστε
διαψευδόσαστε
διαψευδόσαστε
διαψευστήκατε
διαψεύδουν(ε)
διέψευδαν
διαψεύδαν(ε)
διέψευσαν
διαψεύδονται
διαψεύδονταν
διαψεύστηκαν
διαψευστήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διαψεύσει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω διαψεύσει

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διαψεύδοντας
παρακείμενος

έχοντας διαψεύσει

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διαψευστεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω διαψευστεί
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διαψευδόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
-
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διαψεύδω
διαψεύσω
  διαψεύδομαι
διαψευστώ
διαψεύδεις
διαψεύσεις
  διαψεύδεσαι
διαψευστείς
διαψεύδει
διαψεύσει
  διαψεύδεται
διαψευστεί
διαψεύδουμε
διαψεύδομε
διαψεύσουμε
διαψεύσομε
  διαψευδόμαστε
διαψευστούμε
διαψεύδετε
διαψεύσετε
  διαψεύδεστε
διαψευδόσαστε
διαψευστείτε
διαψεύδουν(ε)
διαψεύσουν(ε)
  διαψεύδονται
διαψευστούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διάψευδε
διάψευσε
  διαψεύσου
διαψεύδετε
διαψεύσετε
  διαψεύδεστε
διαψευστείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα διαψεύσει

volt.verleden tijd was είχα διαψευστεί
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα διαψεύδω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα διαψεύδομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα διαψεύσω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα διαψευστώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα διέψευδα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα διαψευδόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω διαψεύσει

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω διαψευστεί
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα διαψεύσει

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα διαψευστεί

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie