Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: εκπλήσσω
- verbazen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
εκπλήσσω |
εξέπλησσα |
εξέπληξα |
εκπλήσσομαι |
- |
εκπλήγηκα |
||||||||||||||||||||||
εκπλήσσεις |
εξέπλησσες |
εξέπληξες |
εκπλήσσεσαι |
- |
εκπλήγηκες |
||||||||||||||||||||||
εκπλήσσει |
εξέπλησσε |
εξέπληξε |
εκπλήσσεται |
εξεπλήσσετο |
εκπλήγηκε εξεπλήγη |
||||||||||||||||||||||
εκπλήσσουμε εκπλήσσομε |
εκπλήσσαμε |
εκπλήξαμε |
εκπλησσόμαστε |
- |
εκπληγήκαμε |
||||||||||||||||||||||
εκπλήσσετε |
εκπλήσσατε |
εκπλήξατε |
εκπλήσσεστε εκπλησσόσαστε |
- |
εκπληγήκατε |
||||||||||||||||||||||
εκπλήσσουν(ε) |
εξέπλησσαν εκπλήσσαν(ε) |
εξέπληξαν εκπλήξαν(ε) |
εκπλήσσονται |
εκπλήσσονταν εξεπλήσσοντο |
εκπλήγηκαν εξεπλήγησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εκπλήσσω |
εκπλήξω |
εκπλήσσομαι |
εκπληγώ |
||||||||||||||||||||||||
εκπλήσσεις |
εκπλήξεις |
εκπλήσσεσαι |
εκπληγείς |
||||||||||||||||||||||||
εκπλήσσει |
εκπλήξει |
εκπλήσσεται |
εκπληγεί |
||||||||||||||||||||||||
εκπλήσσουμε εκπλήσσομε |
εκπλήξουμε εκπλήξομε |
εκπλησσόμαστε |
εκπληγούμε |
||||||||||||||||||||||||
εκπλήσσετε |
εκπλήξετε |
εκπλήσσεστε εκπλησσόσαστε |
εκπληγείτε |
||||||||||||||||||||||||
εκπλήσσουν(ε) |
εκπλήξουν(ε) |
εκπλήσσονται |
εκπληγούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
έκπλησσε |
έκπληξε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
εκπλήσσετε |
εκπλήξτε εκπλήξετε |
εκπλήσσεστε |
εκπληγείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα εκπλήξει |
volt.verleden tijd | was |
είχα εκπληγεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα εκπλήσσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα εκπλήσσομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα εκπλήξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα εκπληγώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα εξέπλησσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω εκπλήξει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω εκπληγεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα εκπλήξει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα εκπληγεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright