Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: ελέγχω
- controleren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
ελέγχω |
έλεγχα |
έλεγξα |
ελέγχομαι |
ελεγχόμουν(α) |
ελέγχτηκα ελέγχθηκα |
||||||||||||||||||||||
ελέγχεις |
έλεγχες |
έλεγξες |
ελέγχεσαι |
ελεγχόσουν(α) |
ελέγχτηκες ελέγχθηκες |
||||||||||||||||||||||
ελέγχει |
έλεγχε |
έλεγξε |
ελέγχεται |
ελεγχόταν(ε) |
ελέγχτηκε ελέγχθηκε |
||||||||||||||||||||||
ελέγχουμε ελέγχομε |
ελέγχαμε |
ελέγξαμε |
ελεγχόμαστε |
ελεγχόμαστε |
ελεγχτήκαμε ελεγχθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
ελέγχετε |
ελέγχατε |
ελέγξατε |
ελέγχεστε ελεγχόσαστε |
ελεγχόσαστε |
ελεγχτήκατε ελεγχθήκατε |
||||||||||||||||||||||
ελέγχουν(ε) |
έλεγχαν ελέγχαν(ε) |
έλεγξαν ελέγξαν(ε) |
ελέγχονται |
ελέγχονταν |
ελέγχτηκαν ελέγχθηκαν ελεγχτήκαν(ε) ελεγχθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
ελέγχω |
ελέγξω |
ελέγχομαι |
ελεγχτώ ελεγχθώ |
||||||||||||||||||||||||
ελέγχεις |
ελέγξεις |
ελέγχεσαι |
ελεγχτείς ελεγχθείς |
||||||||||||||||||||||||
ελέγχει |
ελέγξει |
ελέγχεται |
ελεγχτεί ελεγχθεί |
||||||||||||||||||||||||
ελέγχουμε ελέγχομε |
ελέγξουμε ελέγξομε |
ελεγχόμαστε |
ελεγχτούμε ελεγχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
ελέγχετε |
ελέγξετε |
ελέγχεστε ελεγχόσαστε |
ελεγχτείτε ελεγχθείτε |
||||||||||||||||||||||||
ελέγχουν(ε) |
ελέγξουν(ε) |
ελέγχονται |
ελεγχτούν(ε) ελεγχθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
έλεγχε |
έλεγξε |
ελέγξου |
|||||||||||||||||||||||||
ελέγχετε |
ελέγξτε ελέγξετε |
ελέγχεστε |
ελεγχτείτε ελεγχθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα ελέγξει είχα ελεγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα ελεγχτεί είχα ελεγχθεί ήμουν ελεγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα ελέγχω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα ελέγχομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα ελέγξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα ελεγχτώ θα ελεγχθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έλεγχα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα ελεγχόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω ελέγξει θα έχω ελεγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω ελεγχτεί θα έχω ελεγχθεί θα είμαι ελεγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα ελέγξει θα είχα ελεγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα ελεγχτεί θα είχα ελεγχθεί θα ήμουν ελεγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright