Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: συνδέω
- verbinden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
συνδέω |
σύνδεα συνέδεα |
σύνδεσα συνέδεσα |
συνδέομαι |
συνδεόμουν(α) |
συνδέθηκα |
||||||||||||||||||||||
συνδέεις |
σύνδεες συνέδεες |
σύνδεσες συνέδεσες |
συνδέεσαι |
συνδεόσουν(α) |
συνδέθηκες |
||||||||||||||||||||||
συνδέει |
σύνδεε συνέδεε |
σύνδεσε συνέδεσε |
συνδέεται |
συνδεόταν(ε) |
συνδέθηκε |
||||||||||||||||||||||
συνδέουμε συνδέομε |
συνδέαμε |
συνδέσαμε |
συνδεόμαστε |
συνδεόμαστε συνδεόμασταν |
συνδεθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
συνδέετε |
συνδέατε |
συνδέσατε |
συνδέεστε συνδεόσαστε |
συνδεόσαστε συνδεόσασταν |
συνδεθήκατε |
||||||||||||||||||||||
συνδέουν(ε) |
σύνδεαν συνέδεαν συνδέαν(ε) |
σύνδεσαν συνέδεσαν συνδέσαν(ε) |
συνδέονται |
συνδεόντουσαν συνδέονταν συνδεόντανε |
συνδέθηκαν συνδεθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συνδέω |
συνδέσω |
συνδέομαι |
συνδεθώ |
||||||||||||||||||||||||
συνδέεις |
συνδέσεις |
συνδέεσαι |
συνδεθείς |
||||||||||||||||||||||||
συνδέει |
συνδέσει |
συνδέεται |
συνδεθεί |
||||||||||||||||||||||||
συνδέουμε συνδέομε |
συνδέσουμε συνδέσομε |
συνδεόμαστε |
συνδεθούμε |
||||||||||||||||||||||||
συνδέετε |
συνδέσετε |
συνδέεστε συνδεόσαστε |
συνδεθείτε |
||||||||||||||||||||||||
συνδέουν(ε) |
συνδέσουν(ε) |
συνδέονται |
συνδεθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
σύνδεε |
συνδέσε |
συνδέσου |
|||||||||||||||||||||||||
συνδέετε |
συνδέστε συνδέσετε |
συνδέεστε |
συνδεθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα συνδέσει είχα συνδεμένο είχα συνδεδεμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα συνδεθεί ήμουν συνδεμένος ήμουν συνδεδεμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα συνδέω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα συνδέομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα συνδέσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα συνδεθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα σύνδεα θα συνέδεα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα συνδεόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω συνδέσει θα έχω συνδεμένο θα έχω συνδεδεμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω συνδεθεί θα είμαι συνδεμένος θα είμαι συνδεδεμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα συνδέσει θα είχα συνδεμένο θα είχα συνδεδεμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα συνδεθεί θα ήμουν συνδεμένος θα ήμουν συνδεδεμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright