Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: συνιστώ
- aanbevelen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
συνιστώ |
συνιστούσα |
σύστησα συνέστησα |
συνίσταμαι συνιστώμαι |
- |
συστήθηκα |
||||||||||||||||||||||
συνιστάς |
συνιστούσες |
συνέστησες σύστησες |
συνίστασαι συνιστάσαι |
- |
συστήθηκες |
||||||||||||||||||||||
συνιστά |
συνιστούσε |
συνέστησε σύστησε |
συνίσταται συνιστάται |
συνιστάτο |
συστήθηκη συστήθηκε |
||||||||||||||||||||||
συνιστούμε |
συνιστούσαμε |
συστήσαμε |
συνιστάμεθα συνιστόμαστε |
συστηθήκαμε |
|||||||||||||||||||||||
συνιστάτε |
συνιστούσατε |
συστήσατε |
συνίστασθε συνιστάστε |
συστηθήκατε |
|||||||||||||||||||||||
συνιστούν(ε) |
συνιστούσαν(ε) |
σύστησαν συνέστησαν συστήσαν(ε) |
συνίστανται συνιστώνται |
συνιστώντο |
συστηθήκησαν συστήθηκαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
συνιστώ |
συστήσω |
συνίσταμαι συνιστώμαι |
συστώ συστηθώ |
||||||||||||||||||||||||
συνιστάς |
συστήσεις |
συνίστασαι συνιστάσαι |
συστείς συστηθείς |
||||||||||||||||||||||||
συνιστά |
συστήσει |
συνίσταται συνιστάται |
συστεί συστηθεί |
||||||||||||||||||||||||
συνιστούμε |
συστήσουμε συστήσομε |
συνιστάμεθα συνιστόμαστε |
συστούμε συστηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
συνιστάτε |
συστήσετε |
συνίστασθε συνιστάστε |
συστείτε συστηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
συνιστούν(ε) |
συστήσουν(ε) |
συνίστανται συνιστώνται |
συστούν(ε) συστηθούν |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
συστήσε σύστησε |
συστήσου |
|||||||||||||||||||||||||
συνιστάτε |
συστήστε συστήσετε |
συνίστασθε συνιστάστε |
συστείτε συστηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα συστήσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα συστηθεί ήμουν συστημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα συνιστώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα συνίσταμαι θα συνιστώμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα συστήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα συστώ θα συστηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα συνιστούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω συστήσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω συστηθεί θα είμαι συστημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα συστήσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα συστηθεί θα ήμουν συστημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright