Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: τρέφω
- voeden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
τρέφω |
έτρεφα |
έθρεψα |
τρέφομαι |
τρεφόμουν(α) |
τράφηκα θράφηκα |
||||||||||||||||||||||
τρέφεις |
έτρεφες |
έθρεψες |
τρέφεσαι |
τρεφόσουν(α) |
τράφηκες θράφηκες |
||||||||||||||||||||||
τρέφει |
έτρεφε |
έθρεψε |
τρέφεται |
τρεφόταν(ε) |
τράφηκε θράφηκε |
||||||||||||||||||||||
τρέφουμε τρέφομε |
τρέφαμε |
θρέψαμε |
τρεφόμαστε |
τρεφόμαστε τρεφόμασταν |
τραφήκαμε θραφήκαμε |
||||||||||||||||||||||
τρέφετε |
τρέφατε |
θρέψατε |
τρέφεστε τρεφόσαστε |
τρεφόσαστε τρεφόσασταν |
τραφήκατε θραφήκατε |
||||||||||||||||||||||
τρέφουν(ε) |
έτρεφαν τρέφαν(ε) |
έθρεψαν θρέψαν(ε) |
τρέφονται |
τρεφόντουσαν τρέφονταν τρεφόντανε |
τράφηκαν θραφήκαν τραφήκαν(ε) θραφήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
τρέφω |
θρέψω |
τρέφομαι |
τραφώ θραφώ |
||||||||||||||||||||||||
τρέφεις |
θρέψεις |
τρέφεσαι |
τραφείς θραφείς |
||||||||||||||||||||||||
τρέφει |
θρέψει |
τρέφεται |
τραφεί θραφεί |
||||||||||||||||||||||||
τρέφουμε τρέφομε |
θρέψουμε θρέψομε |
τρεφόμαστε |
τραφούμε θραφούμε |
||||||||||||||||||||||||
τρέφετε |
θρέψετε |
τρέφεστε τρεφόσαστε |
τραφείτε θραφείτε |
||||||||||||||||||||||||
τρέφουν(ε) |
θρέψουν(ε) |
τρέφονται |
τραφούν(ε) θραφούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
τρέφε |
θρέψε |
θρέψου |
|||||||||||||||||||||||||
τρέφετε |
θρέψτε |
τρέφεστε |
τραφείτε θραφείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα θρέψει είχα θρεμμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα τραφεί είχα θραφεί ήμουν θρεμμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα τρέφω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα τρέφομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα θρέψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα τραφώ θα θραφώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έτρεφα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα τρεφόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω θρέψει θα έχω θρεμμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω τραφεί θα έχω θραφεί θα είμαι θρεμμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα θρέψει θα είχα θρεμμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα τραφεί θα είχα θραφεί θα ήμουν θρεμμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright